κιλλός: Difference between revisions
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κιλλός''': -ή, -όν, ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ ὄνου, [[φαιός]], [[θερίστριον]] Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισιν» 8· πρβλ. Ἡσύχ., Φώτ., Εὐστ. 1057. 56· [[ὡσαύτως]] κίλλιος, α, ον, | |lstext='''κιλλός''': -ή, -όν, ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ ὄνου, [[φαιός]], [[θερίστριον]] Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισιν» 8· πρβλ. Ἡσύχ., Φώτ., Εὐστ. 1057. 56· [[ὡσαύτως]] κίλλιος, α, ον, Πολυδ. Ζ΄, 56. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 20:30, 7 July 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A ass-coloured, grey, θερίστριον Eub.103, cf. Hsch., Phot., Eust.1057.56:—also κίλλιος, α, ον, Poll.7.56.
German (Pape)
[Seite 1438] ή, όν, = κίλλιος, Eubul. nach Schol. Il. 16, 234 εἶδος χρώματος; φαιοῦ Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κιλλός: -ή, -όν, ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ ὄνου, φαιός, θερίστριον Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισιν» 8· πρβλ. Ἡσύχ., Φώτ., Εὐστ. 1057. 56· ὡσαύτως κίλλιος, α, ον, Πολυδ. Ζ΄, 56.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
gris.
Étymologie: DELG étym. obsc.
Greek Monolingual
κιλλός, -ή, -όν (ΑΜ)
αυτός που έχει το χρώμα του όνου, σταχτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προέρχεται πιθ. από το θ. κελ- του τ. κελ-αινός «σκουρόχρωμος», με τροπή του -ε- σε -ι- (κλειστοποίηση)
τα -λλ- ερμηνεύονται είτε ως εκφραστικός αναδιπλασιασμός είτε ως προερχόμενα από σύμπλεγμα -λν- ή -λy-].
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: grey (Eub. 103, Phot., H., Eust.).
Compounds: as 1. member, e. g. κιλλ-ακτήρ ὀνηλάτης, κυνηγός (Poll., H.; Dor.), Κιλλ-άκτωρ PN (AP 5, 28; 44). As 2. member in Maced. Ἐπό-κιλλος (s. on ἵππος)?
Derivatives: With accent-shift κίλλος m. ass (cf. Fr. grison; Sammelb. 5224, Poll. 7, 56, H.), metaph.. cicada (H.; after the colour, cf. Strömberg Wortstudien 11, Fischnamen 100, Gil Fernandez, Nomres de insectos 100). Deriv. κίλλιος ass-coloured, ὀνάγρινος (Poll.), prob. also κιλ<λ>ίας στρουθὸς ἄρσην H. - S. κίλλ(ο)υρος.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: For the stem-vowel cf. πιλνός grey beside πελιός id.. κιλλός acc. to Persson Beitr. 1, 169 to κελαινός (s. v.)? The geminate λλ: from λν (Persson), from λνι̯ (WP. 1, 440), from λι̯ (Güntert Idg. Ablautprobl. 26), short. form (WP. l. c.). - Diff. Prellwitz Wb. - Skt. cillī cricket (gramm.) is prob onomatop., s. Mayrhofer KEWA s. v. - So no etym; is the word Pre-Greek? - On Κιλλι-κύριοι s. v.
Frisk Etymology German
κιλλός: {killós}
Meaning: grau (Eub. 103, Phot., H., Eust.).
Derivative: Davon mit Akzentverschiebung κίλλος m. Esel (vgl. frz. grison; Sammelb. 5224, Poll. 7, 56, H.), übertr. Zikade (H.; nach der Farbe, vgl. Strömberg Wortstudien 11, Fischnamen 100, Gil Emerita 25, 315); auch als Vorderglied, z. B. κιλλακτήρ· ὀνηλάτης, κυνηγός (Poll., H.; dor.), Κιλλάκτωρ PN (AP 5, 28; 44). Dazu noch als Hinterglied in maked. Ἐπόκιλλος (s. zu ἵππος)?
Etymology : Über das dunkle Κιλλικύριοι (H., Phot.) s. die unsichere Hypothese von Weber KZ 66, 230ff. — Ableitung κίλλιος eselsfarbig, ὀνάγρινος (Poll.), wohl auch κιλ<λ>ίας· στρουθὸς ἄρσην H. — Vgl. κίλλουρος. Herkunft unklar. Bezüglich des Stammvokals vgl. πιλνός grau neben πελιός ib.; κιλλός also mit Persson Beitr. 1, 169 zu κελαινός (s. d.) u. Verw.? Für die Geminata λλ sind mehrere Erklärungen aufgestellt worden: aus λν (Persson), aus λνι̯ (WP. 1, 440), aus λι̯ (Güntert Idg. Ablautprobl. 26), Kurzform (WP. a. a. O.). — Anders Prellwitz Wb. — Aind. cillī Grille (Gramm.) ist wohl lautnachahmend, s. Mayrhofer Wb. s. v.
Page 1,852-853