Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συρροή: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syrroi
|Transliteration C=syrroi
|Beta Code=surroh/
|Beta Code=surroh/
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[σύρρευσις]], [[conflux]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Lap.</span>1</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ign.</span>50</span>, al.; [[ἰχώρων]] <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cleom.</span>39</span>; [[συνροὰ]] (Dor.) ὑδάτων <span class="title">Mnemos.</span>42.332 (Argos, iv B.C.); [[exudation]] which forms a bulbil, σ. δακρυώδης <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>6.6.8</span>; [[accumulation]] of earth, ib.<span class="bibl">7.15.2</span>: also σύρροια, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Alim.</span>23</span>, <span class="bibl">Plb.2.32.2</span>, <span class="bibl">Str. 1.3.12</span>, <span class="bibl">Aret.<span class="title">CD</span>1.13</span> (ξύρρ-) ; σύνροια <span class="title">IG</span>5(1).1431.20 (Messene).</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[σύρρευσις]], [[conflux]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Lap.</span>1</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ign.</span>50</span>, al.; [[ἰχώρων]] <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cleom.</span>39</span>; [[συνροὰ]] (Dor.) ὑδάτων <span class="title">Mnemos.</span>42.332 (Argos, iv B.C.); [[exudation]] which forms a bulbil, σ. δακρυώδης <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>6.6.8</span>; [[accumulation]] of earth, ib.<span class="bibl">7.15.2</span>: also σύρροια, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Alim.</span>23</span>, <span class="bibl">Plb.2.32.2</span>, <span class="bibl">Str. 1.3.12</span>, <span class="bibl">Aret.<span class="title">CD</span>1.13</span> (ξύρρ-) ; σύνροια <span class="title">IG</span>5(1).1431.20 (Messene).</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 08:06, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρροή Medium diacritics: συρροή Low diacritics: συρροή Capitals: ΣΥΡΡΟΗ
Transliteration A: syrroḗ Transliteration B: syrroē Transliteration C: syrroi Beta Code: surroh/

English (LSJ)

ἡ,    A = σύρρευσις, conflux, Thphr.Lap.1, Ign.50, al.; ἰχώρων Plu.Cleom.39; συνροὰ (Dor.) ὑδάτων Mnemos.42.332 (Argos, iv B.C.); exudation which forms a bulbil, σ. δακρυώδης Thphr.HP6.6.8; accumulation of earth, ib.7.15.2: also σύρροια, Hp.Alim.23, Plb.2.32.2, Str. 1.3.12, Aret.CD1.13 (ξύρρ-) ; σύνροια IG5(1).1431.20 (Messene).

Greek (Liddell-Scott)

συρροή: ἡ, = σύρρευσις. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 8., 7. 15, 2, Πλούτ., κλπ.· ὡσαύτως σύρροια, Ἱππ. παρ’ Ἀλεξ. Τραλλ. 1. 102C, Πολύβ. 2. 32, 2. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 497.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
confluent.
Étymologie: συρρέω.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. συνροά Α συρρέω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συρρέω, το να ρέουν ή να χύνονται μαζί δύο υγρά («συνροὰ ὑδάτων», επιγρ.)
2. συνάθροιση, συγκέντρωσησυρροή πλήθους»)
νεοελλ.
1. ιατρ. χαρακτηριστικό τών εξανθηματικών νόσων, όταν οι φλύκταινες, βλατίδες, φυσαλλίδες ή κηλίδες πλησιάζουν και συνενώνονται η μία με την άλλη
2. φρ. α) «συρροή νόμων»
(ποιν. δίκ.) η περίπτωση κατά την οποία περισσότεροι ποινικοί νόμοι ή περισσότερες διατάξεις του ίδιου ποινικού νόμου ρυθμίζουν την ίδια ύλη
β) «συρροή εγκλημάτων» και «συρροή αδικημάτων» — η περίπτωση κατά την οποία έγιναν από κάποιον δύο ή περισσότερα εγκλήματα ή αδικήματα
αρχ.
εφίδρωση.

Russian (Dvoretsky)

συρροή: ἡ стечение, слияние Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συρροή -ῆς, ἡ [συρρέω] samenvloeiing. Plut. Agis et Cl. 60.5.