ὑπέροπτος: Difference between revisions
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yperoptos | |Transliteration C=yperoptos | ||
|Beta Code=u(pe/roptos | |Beta Code=u(pe/roptos | ||
|Definition=(A), ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[disdainful]], ὀφρύς <span class="title">AP</span>12.186 (Strat.); gloss on [[ὑπέροφρυς]], Hsch.: neut. pl. as Adv., <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>883</span> (lyr.). Regul. Adv. -τως <span class="bibl">Poll.9.147</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[great]], [[excessive]], Hsch., cf. Phot., Suid.</span><br /><span class="bld">ὑπέροπτος</span> (B), ον, ( | |Definition=(A), ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[disdainful]], ὀφρύς <span class="title">AP</span>12.186 (Strat.); gloss on [[ὑπέροφρυς]], Hsch.: neut. pl. as Adv., <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>883</span> (lyr.). Regul. Adv. -τως <span class="bibl">Poll.9.147</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[great]], [[excessive]], Hsch., cf. Phot., Suid.</span><br /><span class="bld">ὑπέροπτος</span> (B), ον, ([[ὀπτάὠ]], <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[over-heated]], Gal.19.426.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:50, 8 July 2020
English (LSJ)
(A), ον,
A disdainful, ὀφρύς AP12.186 (Strat.); gloss on ὑπέροφρυς, Hsch.: neut. pl. as Adv., S.OT883 (lyr.). Regul. Adv. -τως Poll.9.147. II great, excessive, Hsch., cf. Phot., Suid.
ὑπέροπτος (B), ον, (ὀπτάὠ,
A over-heated, Gal.19.426.
German (Pape)
[Seite 1199] übersehen, verachtet, Sp.; – akt., übersehend, vernachlässigend, dah. hochmüthig, Soph. εἰ δέ τις ὑπέροπτα χερσὶν ἢ λόγῳ πορεύεται, O. R. 833.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέροπτος: -ον, (ὑπερόψομαι) ὁ ὑπεροφθείς, περιφρονηθείς, καταφρονηθείς, τοῦτο ἔπρεπε νὰ σημαίνῃ, ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ὑπέροπτον· μέγα καὶ ὑπὲρ τὸ μέτρον, καὶ τὰ ὅμοια», ἴσως γραπτέον: ὑπέροπλον. ΙΙ. ὑπεροπτικός, καταφρονητικός, ὀφρὺς Ἀνθ. Π. 12. 186· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., Σοφ. Ο. Τ. 883. - Ἐπίρρ. -τως, Πολυδ. Θ΄, 147.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
méprisant, fier, dédaigneux.
Étymologie: ὑπερόψομαι.
Greek Monolingual
(I)
-ον, Α
1. αυτός που περιφρονήθηκε
2. αυτός που περιφρονεί τους άλλους, υπεροπτικός
3. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) ὑπέροπτον και ὑπέροπτα
με υπεροπτικό τρόπο
4. (το ουδ. ως επίρρ.) (κατά τον Ησύχ.) «ὑπέροπτον
μέγα καὶ ὑπὲρ τὸ μέτρον, καὶ τὰ ὅμοια».
επίρρ...
ὑπερόπτως Α
με υπεροπτικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ὁπτός (Ι) «ορατός»].
(II)
-ον, Α
αυτός που ψήθηκε περισσότερο από το κανονικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ὁπτός (ΙΙ) «ψητός»].
Greek Monotonic
ὑπέροπτος: -ον (ὑπερόψομαι), υπεροπτικός, καταφρονητικός, σε Ανθ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέροπτος: презрительный, надменный (ὀφρύς Anth.).
Middle Liddell
ὑπέροπτος, ον, ὑπερόψομαι
disdainful, Anth.; neut. pl. as adv., Soph.