διαρρήδην: Difference between revisions
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diarridin | |Transliteration C=diarridin | ||
|Beta Code=diarrh/dhn | |Beta Code=diarrh/dhn | ||
|Definition=Adv., (διαρρηθῆναι) <span class="sense" | |Definition=Adv., (διαρρηθῆναι) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[expressly]], [[explicitly]], h.Merc.313, <span class="bibl">Plb.3.26.5</span>; esp. of legal enactments or treaties, <b class="b3">δ. γέγραπται</b> Foed. ap.<span class="bibl">And.2.14</span>; <b class="b3">δ. εἴρηται μή</b>… <span class="bibl">Lys.1.20</span>; ὁ νόμος δ. λέγει <span class="bibl">Is.3.68</span>; δ. ψηφίσασθαι <span class="bibl">D.19.6</span>; δ. πέμπειν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>698c</span>; [[νομοθετεῖν]] ib.<span class="bibl">876c</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:40, 10 December 2020
English (LSJ)
Adv., (διαρρηθῆναι) A expressly, explicitly, h.Merc.313, Plb.3.26.5; esp. of legal enactments or treaties, δ. γέγραπται Foed. ap.And.2.14; δ. εἴρηται μή… Lys.1.20; ὁ νόμος δ. λέγει Is.3.68; δ. ψηφίσασθαι D.19.6; δ. πέμπειν Pl.Lg.698c; νομοθετεῖν ib.876c.
Greek (Liddell-Scott)
διαρρήδην: ἐπίρρ. (διαρρηθῆναι) ῥητῶς, σαφῶς, ὡρισμένως, Λατ. nominatim, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 313, καὶ παρ’ Ἀττ. πεζ.· ἰδίως ἐπὶ κελευσμάτων τοῦ νόμου, Ἀνδοκ. 25. 20, Λυσ. 94. 31, κτλ.· δ. ψηφίσασθαι Δημ. 342. 29.
French (Bailly abrégé)
adv.
en termes précis.
Étymologie: διά, th. Ϝρη- de ῥῆμα.
Spanish (DGE)
adv.
1 de forma explícita, en términos precisos c. verb. de lengua claramente ἐρέεινον h.Merc.313, ἐρῶ Men.Epit.609, λέγει Plb.3.26.5, cf. D.S.4.51, I.BI 1.211, Πλάτωνος ... δ. ὡς ἀπαιδεύτοις μαχομένου τοῖς φιλοσόφοις mientras que Platón polemiza con los filósofos explícitamente como ignorantes Phld.Mus.4.26.25, ὑπισχνεῖτο δ. καὶ σαφῶς Luc.Hist.Cons.14, προσαγορεύω Gr.Thaum.Eccl.M.10.1017B, συκοφαντεῖ CPR 17A.24.7 (IV d.C.), cf. Hsch.
•en cont. jur. νομοθετεῖν Pl.Lg.876c, cf. Lys.1.30, ὁ ... νόμος δ. λέγει Is.3.68, μαρτυροῦντας Aeschin.1.98, cf. D.H.5.19, D.C.39.17.1
•en tratados γράψαντες Isoc.12.107, And.3.14, en doc. ofic. ἐγέγραπτο Hyp.Ath.10, cf. Din.2.25, IG 22.1013.32 (II a.C.), αἱ θ[εῖαι καὶ βασιλικαὶ] διατάξεις δ. κελεύουσιν μὴ ... SB 10797.4 (III d.C.).
2 expresamente, a propósito c. verb. de acción y movimiento στόλον ... πέμψαντος Δαρείου δ. ἐπί τε Ἀθηναίους καὶ Ἐρετριᾶς Pl.Lg.698c, δ. ἐψηφίσασθε ποιῆσαι D.19.6, συντίθεσθαι Hld.1.26.1.
Greek Monolingual
(Α διαρρήδην) επίρρ.
ρητά, κατηγορηματικά, απερίφραστα.
Greek Monotonic
διαρρήδην: επίρρ. (βλ. διεῖπον), ρητώς, σαφώς, ορισμένως, κατηγορηματικά, Λατ. nominatim, σε Ομηρ. Ύμν., Αττ.
Russian (Dvoretsky)
διαρρήδην: ῥῆμα adv. в точных выражениях, ясно, определенно (τὰ ἕκαστα ἐρέεινον - v. l. ἐρίδαινον HH; δ. λέγει ὁ νόμος Isae.; νομοθετεῖν Plat.): δ. εἴρηται Lys. ясно сказано (в законе).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαρρήδην [διά, ῥῆμα] adv., uitdrukkelijk, expliciet.
Middle Liddell
adverb[v. διεῖπον
expressly, distinctly, explicitly, Lat. nominatim, Hhymn., attic