θεωρηματικός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=theorimatikos
|Transliteration C=theorimatikos
|Beta Code=qewrhmatiko/s
|Beta Code=qewrhmatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> to [[be interpreted as seen]], [[ὄνειροι]], opp. [[ἀλληγορικοί]], <span class="bibl">Artem.4.1</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[theoretic]], ἀρετή <span class="title">Stoic.</span>3.48, cf. lamb.<span class="title">Protr.</span>21.[[λβ]], <span class="bibl">D.L.3.49</span>; [[dogmatic]], epith. of Metrodorus, Id.2.113; [[contemplative]], βίος Jul.[[ad Them]].265b; opp. [[πρακτικός]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Or.</span>6.190a</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> to [[be interpreted as seen]], [[ὄνειροι]], opp. [[ἀλληγορικοί]], <span class="bibl">Artem.4.1</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[theoretic]], ἀρετή <span class="title">Stoic.</span>3.48, cf. lamb.<span class="title">Protr.</span>21.[[λβ]], <span class="bibl">D.L.3.49</span>; [[dogmatic]], epith. of Metrodorus, Id.2.113; [[contemplative]], βίος Jul.[[ad Them]].265b; opp. [[πρακτικός]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Or.</span>6.190a</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 21:25, 10 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεωρημᾰτικός Medium diacritics: θεωρηματικός Low diacritics: θεωρηματικός Capitals: ΘΕΩΡΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: theōrēmatikós Transliteration B: theōrēmatikos Transliteration C: theorimatikos Beta Code: qewrhmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A to be interpreted as seen, ὄνειροι, opp. ἀλληγορικοί, Artem.4.1.    II theoretic, ἀρετή Stoic.3.48, cf. lamb.Protr.21.λβ, D.L.3.49; dogmatic, epith. of Metrodorus, Id.2.113; contemplative, βίος Jul.ad Them.265b; opp. πρακτικός, Id.Or.6.190a.

German (Pape)

[Seite 1205] einen Lehrsatz betreffend, in Lehrsätzen vorgetragen, bei D. L. 3, 49 im Ggstz von πρακτικός, 7, 90 von ἀθεώρητος. – Οἱ θεωρηματικοί heißen Philosophen, die ihre Lehren in Lehrsätzen vortragen, id. 2, 113 u. a. Sp.; ὄνειροι θ., im Ggstz der ἀλληγορικοί, Artem. 4, 1, die das bedeuten, was man sieht.

Greek (Liddell-Scott)

θεωρημᾰτικός: -ή, -όν, συμφωνῶν πρὸς ὅ,τι τις βλέπει, ὄνειροι Ἀρτεμ. 4. 1. ΙΙ. ἀγαπῶν τὰ θεωρήματα, θεωρητικός, ἀντίθετον τῷ πρακτικός, Διογ. Λ. 3. 49· δογματικός, ἐπίθ. Μητροδώρου τοῦ μαθητοῦ τοῦ Στίλπωνος, ὁ αὐτ. 2. 113· θ. ἀρεταί, ἅς τις κτᾶται διὰ τῆς φιλοσοφίας, ὁ αὐτ. 7. 90.

Greek Monolingual

θεωρηματικός, -ή, -όν (Α) θεώρημα
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θεώρημα
2. αυτός που επιδίδεται σε θεωρία
3. (ως επίθ. του Μητροδώρου, μαθητή του Στίλπωνος)
ο δογματικός, αυτός που πραγματεύεται τη διδασκαλία του με θεωρήματα
4. φρ. «θεωρηματικοὶ ὄνειροι» — τα όνειρα που συμφωνούν με την πραγματικότητα.

Russian (Dvoretsky)

θεωρημᾰτικός: ὁ сторонник чистого умозрения, теоретик (эпитет философа Метродора) Diog. L.