γάλοως: Difference between revisions
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " " to "") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=galoos | |Transliteration C=galoos | ||
|Beta Code=ga/lows | |Beta Code=ga/lows | ||
|Definition=[ᾰ], ἡ, gen. [[γάλοω]], dat. sg. and nom. pl. <span class="sense"> | |Definition=[ᾰ], ἡ, gen. [[γάλοω]], dat. sg. and nom. pl. <span class="sense"><span class="bld">A</span> γαλόῳ <span class="bibl">Il.3.122</span>, <span class="bibl">22.473</span>: Att. γάλως, gen. [[γάλω]] Hdn.Gr.<span class="bibl">2.236</span> (also gen. [[γάλωτος]] acc. to <span class="bibl"><span class="title">EM</span>220.18</span>):—[[husband's sister]] or <b class="b2">brother's wife, sister-in-law</b>, <span class="bibl">Il. 6.378</span>, al. (Cf. Lat. <b class="b2">glōs</b>, Phryg. γέλαρος· <b class="b3">ἀδελφοῦ γυνή</b>, Hsch.) </span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 20:44, 29 December 2020
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, gen. γάλοω, dat. sg. and nom. pl. A γαλόῳ Il.3.122, 22.473: Att. γάλως, gen. γάλω Hdn.Gr.2.236 (also gen. γάλωτος acc. to EM220.18):—husband's sister or brother's wife, sister-in-law, Il. 6.378, al. (Cf. Lat. glōs, Phryg. γέλαρος· ἀδελφοῦ γυνή, Hsch.)
Greek Monolingual
γάλοως και γάλως, η (Α)
αδελφή του συζύγου, κουνιάδα ή σύζυγος του αδελφού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαίο ουσ. δηλωτικό συγγένειας, χαρακτηριστικό παράδειγμα διάκρισης μεταξύ τών συγγενών του συζύγου και της συζύγου, σύμφωνα με το ινδοευρ. σύστημα, κατά το οποίο πρέπει να ορίζεται επακριβώς η οικογενειακή κατάσταση. Πιθ. αρχικά να δήλωνε την ανύπαντρη αδελφή του συζύγου. Συνδέεται με λατ. glōs, glōris «αδελφή του συζύγου» (υστερογενώς «σύζυγος του αδελφού»), σλαβ. zŭlŭvα, αρμ. tαl (με t- αντί c-) όλα με την ίδια σημ. Ως προς την κατάληξη, ο αττ. τ. γάλως μοιάζει με τα αττικόκλιτα πάτρως, μήτρως, επίσης ουσ. συγγένειας, ενώ το ομ. γάλοως είχε τελείως διαφορετική κλίση].
Middle Liddell
[deriv. uncertain]
a husband's sister or brother's wife, a sister-in-law, Lat. glos, Il., etc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γάλοως -οω, ἡ schoonzus (zuster van de echtgenoot, zelden echtgenote van broer).