λιτανεία: Difference between revisions
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=litaneia | |Transliteration C=litaneia | ||
|Beta Code=litanei/a | |Beta Code=litanei/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[entreaty]], <span class="bibl">LXX <span class="title">2 Ma.</span>3.20</span>, <span class="bibl">10.16</span>, <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>284.9</span> (i B. C.), <span class="bibl">Corn.<span class="title">ND</span>12</span>: pl., <span class="bibl">D.H.4.67</span>; -εῖαι πρὸς τοὺς θεούς <span class="bibl">Jul.<span class="title">Ep.</span>114</span>, cf. <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Myst.</span>1.15</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:00, 30 December 2020
English (LSJ)
ἡ, A entreaty, LXX 2 Ma.3.20, 10.16, PTeb.284.9 (i B. C.), Corn.ND12: pl., D.H.4.67; -εῖαι πρὸς τοὺς θεούς Jul.Ep.114, cf. Iamb.Myst.1.15.
Greek (Liddell-Scott)
λῐτᾰνεία: ἡ, δέησις, ἱκεσία, ἱκετεία, Διον. Ἁλ. 4. 67· ― παρ’ Ἐκκλ. «παράκλησις πρὸς τὸν Θεὸν καὶ ἱκεσία κοινὴ καὶ δι’ ὀργὴν ἐπιφερομένην καὶ χάριν εὐχαριστίας ὑπὲρ ἀγαθῶν ἐκδωρηθέντων» Συμεὼν Θεσσαλονίκ. κατὰ Αἱρεσ., κλ.
Spanish
Greek Monolingual
η (AM λιτανεία) λιτανεύω
θρησκευτική πομπή εορταστικού ή παρακλητικού χαρακτήρα, κατά την οποία γίνεται περιφορά εικόνων ή και αγίων λειψάνων στους δρόμους χωριού ή πόλης ή στην ύπαιθρο (α. «πᾱσαι δὲ προτείνουσαι τὰς χεῑρας εἰς τὸν οὐρανὸν ἐποιοῡντο λιτανείαν», ΠΔ
β. «λιτανεῑαι πρὸς τοὺς θεούς», Ιουλ.)
αρχ.
ικεσία, παράκληση, δέηση.