μυρμηδών: Difference between revisions

From LSJ

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myrmidon
|Transliteration C=myrmidon
|Beta Code=murmhdw/n
|Beta Code=murmhdw/n
|Definition=όνος, ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[ant's nest]], Hsch.: Dor. for [[ant]], Id., <span class="title">Gloss.</span></span>
|Definition=όνος, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[ant's nest]], Hsch.: Dor. for [[ant]], Id., <span class="title">Gloss.</span></span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:47, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρμηδών Medium diacritics: μυρμηδών Low diacritics: μυρμηδών Capitals: ΜΥΡΜΗΔΩΝ
Transliteration A: myrmēdṓn Transliteration B: myrmēdōn Transliteration C: myrmidon Beta Code: murmhdw/n

English (LSJ)

όνος, ἡ, A ant's nest, Hsch.: Dor. for ant, Id., Gloss.

German (Pape)

[Seite 220] όνος, ὁ, der Ameisenhaufe, ξυνοικία τῶν μυρμήκων, Hesych., nach dem es dorisch auch die Ameise heißen soll.

Greek (Liddell-Scott)

μυρμηδών: ὁ, μυρμήκων φωλεά, «συνοικία τῶν μυρμήκων» Ἡσύχ.· ὡσαύτως Δωρ. = μύρμηξ, ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

μυρμηδών, ὁ (Α)
1. φωλιά μυρμηγκιών, μυρμηγκοφωλιά
2. (κατά τον Ησύχ.) «μυρμηδόνες
οἱ μύρμηκες ὑπὸ Δωριέων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μυρμηδών «μυρμηγκοφωλιά» και μυρμηδόνες «μύρμηκες υπό Δωριέων» παραδίδονται από τον Ησύχιο και συνδέονται με τον τ. μύρμηξ. Ο τ. μυρμηδόνες σχηματίστηκε, πιθ., από το μύρμηξ αναλογικά προς ονόματα εντόμων, όπως τενθρηδών κ.λπ., ενώ ο τ. μυρμηδών είναι παρ. σε -ών, -ῶνος που δηλώνει τόπο (πρβλ. σφηκών). Κατ' άλλη άποψη, οι τ. είναι εσφαλμένοι και ο μεν τ. μυρμηδών θα πρέπει να διορθωθεί σε μυρκηκιών, ενώ ο τ. μυρμηδόνες επινοήθηκε για να ερμηνεύσει ετυμολογικά το όνομα Μυρμιδόνες του στρατού του Αχιλλέως].