προσέληνος: Difference between revisions
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proselinos | |Transliteration C=proselinos | ||
|Beta Code=prose/lhnos | |Beta Code=prose/lhnos | ||
|Definition=ον, (σελήνη) <span class="sense"> | |Definition=ον, (σελήνη) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[before the moon]], [[older than the moon]], a name given to the Arcadians, as priding themselves on their antiquity, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Fr.</span>591</span>, <span class="bibl">Hippys 2</span>, Plu. 2.282a, Sch.<span class="bibl">A.R.4.264</span>; expld. by other Gramm.as = [[ὑβριστικός]] (cf. [[προυσελέω]]), cf. <span class="bibl"><span class="title">EM</span>690.11</span>: ὁ προυσέληνος,= <b class="b3">ὁ Αρκάς</b>, <span class="bibl">Call.<span class="title">Iamb.</span>1.121</span>. <span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">π. ἡμέραι</b> the days [[before the new moon appears]], <span class="bibl">Gp.1.6.2</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:05, 30 December 2020
English (LSJ)
ον, (σελήνη) A before the moon, older than the moon, a name given to the Arcadians, as priding themselves on their antiquity, Arist.Fr.591, Hippys 2, Plu. 2.282a, Sch.A.R.4.264; expld. by other Gramm.as = ὑβριστικός (cf. προυσελέω), cf. EM690.11: ὁ προυσέληνος,= ὁ Αρκάς, Call.Iamb.1.121. II π. ἡμέραι the days before the new moon appears, Gp.1.6.2.
German (Pape)
[Seite 759] vor dem Monde, älter als der Mond; so nannten sich die Arkader (Plut. qu. Rom. 76), die eher als der Mond dagewesen zu sein glaubten, vgl. An. Rh. 4, 264; Schol. Ar. Nubb. 398 u. VLL. – Andere brachten das Wort mit dem oben erwähnten προσελέω zusammen u. erkl. ὑβριστικοί. Neuere, wie Döderlein, wollen es »die vor den Hellenen im Peloponnes gewesenen« erklären.
Greek (Liddell-Scott)
προσέληνος: -ον, (σελήνη) ὁ πρὸ τῆς σελήνης, ἀρχαιότερος τῆς σελήνης, ὄνομα τῶν Ἀρκάδων, οἵτινες ἐκαυχῶντο ἐπὶ τῇ ἀρχαιότητι αὐτῶν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 549, Ἵππυς ὁ Ρηγῖνος παρὰ Στεφ. τῷ Βυζ. ἐν λ. Ἀρκάς, Πλούτ. 2. 282Α, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 398· πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 264. Ἕτεροι προθυμότερον σχετίζουσι τὴν λέξιν πρὸς τὸ ῥῆμα προυσελέω, καὶ ἑρμηνεύουσιν = ὑβριστικός, Ἐτυμολ. Μέγ. 690. 11. ΙΙ. πρ. ἡμέραι, αἱ πρῶται τρεῖς ἡμέραι τῆς νέας σελήνης, προσελήνοις μόναις, τουτέστι ταῖς πρώταις τρισὶν ἡμέραις γεννηθείσης αὐτῆς Γεωπ. 1. 6, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a précédé la lune, plus ancien que la lune.
Étymologie: πρό, σελήνη.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ, και προυσέληνος Α
μσν.
φρ. «προσέληνοι ἡμέραι» — οι τρεις ημέρες πριν από την εμφάνιση της νέας σελήνης
αρχ.
1. (ως επίθ. τών Αρκάδων) αυτός που είναι προγενέστερος, αρχαιότερος από τη σελήνη
2. υβριστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -σέληνος (< σελήνη), πρβλ. παν-σέληνος, υπο-σέληνος].
Russian (Dvoretsky)
προσέληνος: существовавший уже до (создания) луны, предлунный (эпитет, который давали самим себе аркадцы, кичившиеся своей древностью) Arst.