προσαντιλαμβάνομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐδέπω κακῶν κρηπὶς ὕπεστιν → we have not yet got to the bottom of misery

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosantilamvanomai
|Transliteration C=prosantilamvanomai
|Beta Code=prosantilamba/nomai
|Beta Code=prosantilamba/nomai
|Definition=Med., <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[take hold of one another]], <b class="b3">τῶν χειρῶν</b> [[by]] the hands, <span class="bibl">Str.3.3.7</span>.</span>
|Definition=Med., <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[take hold of one another]], <b class="b3">τῶν χειρῶν</b> [[by]] the hands, <span class="bibl">Str.3.3.7</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 21:52, 30 December 2020

English (LSJ)

Med., A take hold of one another, τῶν χειρῶν by the hands, Str.3.3.7.

German (Pape)

[Seite 750] einander gegenüberstehen, und an den Händen fassen, τῶν χειρῶν, Strab. 3, 3, 7.

Greek (Liddell-Scott)

προσαντιλαμβάνομαι: Μέσ., πιάνομαι ἀμοιβαίως, γυναῖκες ἀναμὶξ ἀνδράσι προσαντιλαμβανόμεναι τῶν χειρῶν, ἐκ τῶν χειρῶν, Στράβ. 155.

French (Bailly abrégé)

se prendre mutuellement : τῶν χειρῶν les mains.
Étymologie: πρός, ἀντιλαμβάνομαι.

Greek Monolingual

Α
πιάνομαι χέρι με χέρι με κάποιον («καὶ γυναῑκες ἀναμὶξ ἀνδράσιν προσαντιλαμβανόμεναι τῶν χειρῶν», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀντιλαμβάνομαι «κρατιέμαι, πιάνομαι από κάτι»].

Greek Monotonic

προσαντιλαμβάνομαι: Μέσ., πιάνομαι αμοιβαία ο ένας από τον άλλο, τῶν χειρῶν, από τα χέρια, σε Στράβ.

Middle Liddell


Mid. to take hold of one another, τῶν χειρῶν by the hands, Strab.