φασίολος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fasiolos | |Transliteration C=fasiolos | ||
|Beta Code=fasi/olos | |Beta Code=fasi/olos | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense"> | |Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[φάσηλος]] 1, <span class="bibl">Poll.1.247</span>, Gal.6.542, 545,557, 11.891, interpol. post Dsc.2.107: φασίωλος <span class="title">Edict.Diocl.</span>1.21 (Aeg.); πασίολος ib.6.33: φασιούλυος <span class="title">Hippiatr.</span>130,134.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:02, 31 December 2020
English (LSJ)
ὁ, A = φάσηλος 1, Poll.1.247, Gal.6.542, 545,557, 11.891, interpol. post Dsc.2.107: φασίωλος Edict.Diocl.1.21 (Aeg.); πασίολος ib.6.33: φασιούλυος Hippiatr.130,134.
German (Pape)
[Seite 1258] ὁ, = φάσηλος, Ath. II, 56 a.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰσίολος: ὁ, = φάσηλος, ὅ ἴδε.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και φασήολος και φασίουλος και φασιούλυος και φασίωλος και φάσουλος Α
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της τάξης φαβώδη, καθώς και λόγια ονομασία της φασολιάς και του καρπού της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. phaseolus / phassiolus, υποκορ. του λατ. phasēlus < φάσηλος.