χεριάρης: Difference between revisions
From LSJ
Menander, Monostichoi, 483
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=cheriaris | |Transliteration C=cheriaris | ||
|Beta Code=xeria/rhs | |Beta Code=xeria/rhs | ||
|Definition=[ᾰ], ου, ὁ, <span class="sense"> | |Definition=[ᾰ], ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">skilled in fitting with the hand, dexterous</b>, τέκτονες <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>5.35</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:27, 31 December 2020
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, A skilled in fitting with the hand, dexterous, τέκτονες Pi.P.5.35.
German (Pape)
[Seite 1349] ὁ, = χερήρης, τέκτονες, Pind. P. 5, 35.
Greek (Liddell-Scott)
χεριάρης: [ᾰ], -ου, ὁ, δεξιός, ἔμπειρος εἰς ἔργα διὰ χειρῶν γινόμενα, χεριαρᾶν τεκτόνων δαίδαλα Πινδ. Π. 5. 47.
French (Bailly abrégé)
αρα;
adj. m.
adroit de ses mains, habile.
Étymologie: χείρ, ἄρω.
Greek Monolingual
ὁ, Α
επιδέξιος στα χέρια, δεξιοτέχνης («χεριαρᾱν τεκτόνων δαίδαλα», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < χείρ + ἀραρίσκω «εφαρμόζω, συνάπτω»].
Greek Monotonic
χεριάρης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἀραρίσκω), επιδέξιος στα χειρωνακτικά έργα, επιδέξιος, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
χεριάρης: άρᾱ (ᾰρ) adj. ловко работающий руками, искусный (τέκτονες Pind.).
Middle Liddell
χερι-ά˘ρης, ου, ὁ, ἀραρίσκω
skilled in fitting with the hand, dexterous, Pind.