ἀμφίκαρπος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amfikarpos
|Transliteration C=amfikarpos
|Beta Code=a)mfi/karpos
|Beta Code=a)mfi/karpos
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fruiting both above and below ground, amphicarpic</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.6.12</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">fruiting both above and below ground, amphicarpic</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.6.12</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:40, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίκαρπος Medium diacritics: ἀμφίκαρπος Low diacritics: αμφίκαρπος Capitals: ΑΜΦΙΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: amphíkarpos Transliteration B: amphikarpos Transliteration C: amfikarpos Beta Code: a)mfi/karpos

English (LSJ)

ον, A fruiting both above and below ground, amphicarpic, Thphr.HP1.6.12.

German (Pape)

[Seite 139] auf beiden Seiten Früchte habend, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίκαρπος: -ον, ὁ πανταχόθεν καρποφορῶν, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 1. 6, 12.

Spanish (DGE)

-ον
de plantas que dan frutos subterráneos y aéreos, anficárpicas Thphr.HP 1.6.12.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμφίκαρπος, -ον) [[[καρπός]]]
λέγεται για τα φυτά που έχουν καρπούς δύο ειδών είτε ως προς τη μορφή ή ως προς την εποχή ωριμάσεώς τους
αρχ.
λέγεται για το φυτό που βγάζει καρπούς και επάνω και κάτω από το έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + καρπός].
ο Βοτ.
γένος φυτών της οικογένειας τών Χεδρωπών με λίγα είδη, ιθαγενή της Βορειοανατολικής Αμερικής, Ιαπωνίας και Ινδιών. Είναι αναρριχώμενες πόες με φύλλα σύνθετα τρίφυλλα και άνθη λευκά ή πορφυρόχρωμα.