ὁμόκεντρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omokentros
|Transliteration C=omokentros
|Beta Code=o(mo/kentros
|Beta Code=o(mo/kentros
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[concentric with]], γῆ ὁ. τῷ οὐρανῷ <span class="bibl">Str.2.5.2</span>, cf. Ptol.<span class="title">Alm.</span>3.3, Theo Sm.p.166 H. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[at the same cardinal point]], <span class="bibl">Vett.Val.60.14</span>, <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span> 8(4).136.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[concentric with]], γῆ ὁ. τῷ οὐρανῷ <span class="bibl">Str.2.5.2</span>, cf. Ptol.<span class="title">Alm.</span>3.3, Theo Sm.p.166 H. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[at the same cardinal point]], <span class="bibl">Vett.Val.60.14</span>, <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span> 8(4).136.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:20, 1 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόκεντρος Medium diacritics: ὁμόκεντρος Low diacritics: ομόκεντρος Capitals: ΟΜΟΚΕΝΤΡΟΣ
Transliteration A: homókentros Transliteration B: homokentros Transliteration C: omokentros Beta Code: o(mo/kentros

English (LSJ)

ον, A concentric with, γῆ ὁ. τῷ οὐρανῷ Str.2.5.2, cf. Ptol.Alm.3.3, Theo Sm.p.166 H. II at the same cardinal point, Vett.Val.60.14, Cat.Cod.Astr. 8(4).136.

German (Pape)

[Seite 337] mit gleichem, mit einem Mittelpunkte, Mathem.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόκεντρος: -ον, ὁ ἔχων τὸ αὐτὸ κέντρον μετά τινος, ἡ γῆ ὁμόκεντρος τῷ οὐρανῷ μένει Στράβ. 110.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a pour centre le même point, concentrique.
Étymologie: ὁμός, κέντρον.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁμόκεντρος, -ον)
(για σφαίρες, κύκλους, κ.ά σχήματα) αυτός που έχει το ίδιο κέντρο με κάποιον άλλο, ομοκεντρικός («ἡ γῆ ὁμόκεντρος τῷ οὐρανῷ μένει», Στράβ.)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το ομόκεντρο
το κοινό κέντρο δύο ή περισσότερων κύκλων ή σφαιρών
2. φρ. «ομόκεντρη φωτεινή δέσμη»
φυσ. βλ. ομοκεντρικός
αρχ.
(για αστέρες) αυτοί που περιστρέφονται γύρω από το ίδιο σημείο του ορίζοντα.
επίρρ...
ομοκέντρως και ομόκεντρα
με ομόκεντρο τρόπο, με το ίδιο κέντρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + κέντρον (πρβλ. μακρό-κεντρος)].

Greek Monotonic

ὁμόκεντρος: -ον (κέντρον), αυτός που έχει το ίδιο κέντρο με κάποιον άλλο, σε Στράβ.

Middle Liddell

ὁμό-κεντρος, ον, κέντρον
concentric with, Strab.