αὐτομολία: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
m (Text replacement - "Ueber" to "Über")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />désertion d’un transfuge.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτόμολος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />désertion d'un transfuge.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτόμολος]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 11:20, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτομολία Medium diacritics: αὐτομολία Low diacritics: αυτομολία Capitals: ΑΥΤΟΜΟΛΙΑ
Transliteration A: automolía Transliteration B: automolia Transliteration C: aftomolia Beta Code: au)tomoli/a

English (LSJ)

ἡ, A desertion, Th.7.13, etc.

German (Pape)

[Seite 399] ἡ, das Überlaufen, Thuc. 7, 13 u. Folgde. Auch im plur., Dion. Hal. 6, 51.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτομολία: ἡ, τὸ αὐτομολεῖν, Θουκ. 7. 13, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
désertion d'un transfuge.
Étymologie: αὐτόμολος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 deserción αὐτομολίας πρόφασις Th.7.13, cf. D.C.Epit.7.10.6, αὐτομολίας ἀνάγκη Charito 8.5.8, αὐτομολίᾳ χρήσασθαι desertar Philostr.Her.65.4.
2 en plu. brotes ref. a los árboles, Poll.7.146.

Greek Monolingual

η (AM αὐτομολία) αυτόμολος
1. η μετάβαση στρατιωτικού ή προσκολλημένου στον στρατό χωρίς έγγραφη άδεια ή διαταγή του ανωτέρου του στον εχθρό ή σε ένοπλους στασιαστές
2. η εγκατάλειψη μιας ιδεολογίας ή παράταξης και η προσχώρηση σε άλλη διαφορετική ή εντελώς αντίθετη.

Greek Monotonic

αὐτομολία: ἡ, λιποταξία, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

αὐτομολία: ἡ тж. pl. переход на сторону противника Thuc., Plut.

Middle Liddell

[From αὐτόμολος
desertion, Thuc.

English (Woodhouse)

running away

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)