δεκάδραχμος: Difference between revisions
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δεκάδραχμος:''' десятидрахмовый ([[σῖτος]] Arst.). | |elrutext='''δεκάδραχμος:''' [[десятидрахмовый]] ([[σῖτος]] Arst.). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 20 August 2022
English (LSJ)
[κᾰ], ον, A at the price of ten drachmae, Arist. Oec.1352b15, BGU1134.7 (i B.C.). II Subst. δ., ὁ, taxpayer assessed at ten δραχμαί, ib.118ii9 (ii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
δεκάδραχμος: -ον, ὁ τιμώμενος δέκα δραχμῶν, Ἀριστ, Οἰκ. 2. 34, 7.
Spanish (DGE)
-ον
I de diez dracmas o que cuesta diez dracmas σῖτος Arist.Oec.1352b15, ἔρανος BGU 1134.7, 1135.7 (ambos I a.C.).
II subst.
1 ἡ δ. impuesto de diez dracmas, PRyl.216.304 (II/III d.C.).
2 ὁ δ. contribuyente que paga diez dracmas como impuesto de capitación BGU 118.2.9 (II d.C.) en BL 1.21.
3 ὁ δ. recaudador del diezmo Crates Com.53 (quizá error por δεκάδαρχος II 1, q.u.).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α δεκάδραχμος, -ον)
αυτός που έχει αξία δέκα δραχμών
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το δεκάδραχμο
μεταλλικό νόμισμα αξίας δέκα δραχμών, δεκάρικο
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ο δεκάδραχμος
φορολογούμενος που πληρώνει ως φόρο δέκα δραχμές.
Russian (Dvoretsky)
δεκάδραχμος: десятидрахмовый (σῖτος Arst.).