δικαιοδότης: Difference between revisions
Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[δικαιοδότης]])<br />αυτός που απονέμει [[δικαιοσύνη]], [[δικαστής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διοικητής]] επαρχίας με δικαστική [[εξουσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δίκαιον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>δοτης</i> <span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]] ( | |mltxt=ο (AM [[δικαιοδότης]])<br />αυτός που απονέμει [[δικαιοσύνη]], [[δικαστής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διοικητής]] επαρχίας με δικαστική [[εξουσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δίκαιον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>δοτης</i> <span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]] ([[πρβλ]]. [[αρτοδότης]], [[εργοδότης]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:45, 23 August 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, = Lat. A juridicus, at Alexandria, Str.17.1.12, POxy.237vii39 (ii A. D.), etc.: generally, δ. τοῦ ἔθνους governor of the province, J.AJ18.1.1; = Lat. legatus juridicus, δ. Σπανίας DessauInscr.Lat.Sel.8842.
German (Pape)
[Seite 626] ὁ, der Rechtertheilende, Richter, Strab. XVII, 797 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δικαιοδότης: -ου, ὁ, δικαστής, Λατ. juridicus, ἐν Ἀλεξανδρείᾳ, Στράβων 797· -ἐπίθ. -δοτικός, ή, όν, Βυζ.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 juez trad. de lat. iuridicus funcionario judicial de alto rango dependiente del prefecto de la provincia, en Egipto δ. Αἰγύπτου ISide 55.3 (I d.C.?), Corinth.8(3).136.6 (II d.C.), con sede en Alejandría Αἰγύπτου καὶ Ἀλεξανδρείας δ. Corinth.8(1).80.4 (II d.C.), cf. POxy.237.7.39, SB 12556.5 (ambos II d.C.), ὁ δ., ὁ τῶν πολλῶν κρίσεων κύριος Str.17.1.12, asumía ocasionalmente las funciones del prefecto ὁ κράτιστος δ. διέπων καὶ τὰ κατὰ τὴν ἡγεμονίαν el excelente iuridicus y sustituto del prefecto, PDiog.18.2 (III d.C.), cf. BGU 327.1 (II d.C.), tb. del διοικητής: ὁ γενόμενος δ. διαδεχόμενος τότε καὶ τὰ τῇ διοικήσει διαφέροντα PThmouis 1.68.4 (II d.C.), cf. PFlor.89.1 (III d.C.) en BL 1.147, en otras provincias δ. Σπα[νίας] διοικήσεως Ταρακωνησίας, δ. Ἀπουλίας Καλαβρίας Λυκαονίας IGR 4.1741.7 (Hierocesarea III d.C.), cf. IGBulg.4.884.4 (Filipópolis III d.C.), TAM 5.923.2 (Tiatira III d.C.).
2 juez, administrador de justicia tít. honoríf. aplicado a varios altos cargos de la admin. romana, esp. al gobernador en su calidad de tal o de legatus Augusti pro praetore ὑπὸ Καίσαρος δ. τοῦ ἔθνους ἀπεσταλμένος I.AI 18.1, cf. IG 5(1).485.12 (Esparta II d.C.), frec. en Licia δ. ἁγνός TAM 2.563.19 (Tlos I d.C.), 2.571.5 (Tlos II d.C.), cf. 2.508.26 (Pinara I a.C.), 2.131.8 (Lide I d.C.), aplicado a un procónsul SEG 14.648 (Caunos II d.C.), a un miembro del consilium del procónsul de Asia δικαιοδ[ό] την καὶ αὐτὸν Δολοβέ[λ] λου τοῦ αὐτοκράτορος σύνεδρον γενόμενον CRIA 6.5 (Tabas I a.C.), a un gobernador militar, equiv. de ἀργαπέτης: δ. τῆς μητ[ροκολω] νείας OGI 646.5 (Palmira III d.C.)
•tb. de Dios, Gr.Naz.Ep.64.5.
Greek Monolingual
ο (AM δικαιοδότης)
αυτός που απονέμει δικαιοσύνη, δικαστής
αρχ.
διοικητής επαρχίας με δικαστική εξουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκαιον + -δοτης < δίδωμι (πρβλ. αρτοδότης, εργοδότης)].