εὐσύλληπτος: Difference between revisions
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐσύλληπτος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται εύκολα [[κατανοητός]]<br /><b>2.</b> (για την [[αναπαραγωγή]]) αυτός που συλλαμβάνει εύκολα το [[σπέρμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐσύλληπτον</i><br />η [[ευκολία]] στη [[σύλληψη]], η εύκολη [[γονιμοποίηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>συλ</i>-<i>ληπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>συλ</i>-[[λαμβάνω]]), | |mltxt=[[εὐσύλληπτος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται εύκολα [[κατανοητός]]<br /><b>2.</b> (για την [[αναπαραγωγή]]) αυτός που συλλαμβάνει εύκολα το [[σπέρμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐσύλληπτον</i><br />η [[ευκολία]] στη [[σύλληψη]], η εύκολη [[γονιμοποίηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>συλ</i>-<i>ληπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>συλ</i>-[[λαμβάνω]]), [[πρβλ]]. <i>αρτι</i>-<i>σύλ</i>-<i>ληπτος</i>, <i>α</i>-<i>σύλ</i>-<i>ληπτος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:10, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A easily taken or caught, Horap.1.54 (Comp.). II Act., receptive, τοῦ σπέρματος Gp.17.1 (Comp.): abs., conceiving easily, Gal.19.153, S.E.M.5.60, Ptol.Tetr.72; τὸ εὐ., of the earth, Corn. ND28.
Greek (Liddell-Scott)
εὐσύλληπτος: -ον, εὐκόλως συλλαμβανόμενος, εὐσυλληπτότερος τοῖς κυνηγοῖς Ὡραπόλλ. Ἱερογλυφ. 1. 54, σ. 53, ἔκδ. Leem. ΙΙ. ἐπὶ γυναικός, ἡ ῥαδίως συλλαμβάνουσα, Κορνοῦτ. 168, Πτολ. Τετράβ. 72, Γαλην. ΙΙ. 106D, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀρικύμων· εὐσυλληπτότεραι τοῦ σπέρματος Γεωπ. 7. 1.
Greek Monolingual
εὐσύλληπτος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που γίνεται εύκολα κατανοητός
2. (για την αναπαραγωγή) αυτός που συλλαμβάνει εύκολα το σπέρμα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐσύλληπτον
η ευκολία στη σύλληψη, η εύκολη γονιμοποίηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -συλ-ληπτος (< συλ-λαμβάνω), πρβλ. αρτι-σύλ-ληπτος, α-σύλ-ληπτος].