θεμισκόπος: Difference between revisions

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θεμισκόπος]], -ον (Α)<br />αυτός που επισκοπεί τον νόμο, αυτός που επιτηρεί τον νόμο, τη [[δικαιοσύνη]] και την [[τάξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέμις]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>σκοπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]] «[[παρατηρώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> [[κατά]]-<i>σκοπος</i>, <i>οιωνο</i>-<i>σκόπος</i>].
|mltxt=[[θεμισκόπος]], -ον (Α)<br />αυτός που επισκοπεί τον νόμο, αυτός που επιτηρεί τον νόμο, τη [[δικαιοσύνη]] και την [[τάξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέμις]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>σκοπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]] «[[παρατηρώ]]»), [[πρβλ]]. [[κατά]]-<i>σκοπος</i>, <i>οιωνο</i>-<i>σκόπος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:35, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεμισκόπος Medium diacritics: θεμισκόπος Low diacritics: θεμισκόπος Capitals: ΘΕΜΙΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: themiskópos Transliteration B: themiskopos Transliteration C: themiskopos Beta Code: qemisko/pos

English (LSJ)

ον, A seeing to law and justice, Pi.N.7.47.

Greek (Liddell-Scott)

θεμισκόπος: -ον, ὁ ἐπισκοπῶν τὸν νόμον καὶ τὴν τάξιν, Πίνδ. Ν. 7. 69.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui examine avec justice.
Étymologie: θέμις, σκοπέω.

English (Slater)

θεμισκόπος
   1 watching over by divine ordinance c. dat. (Νεοπτόλεμον) ἡροίαις πομπαῖς θεμισκόπον οἰκεῖν ἐόντα πολυθύτοις (N. 7.47)

Greek Monolingual

θεμισκόπος, -ον (Α)
αυτός που επισκοπεί τον νόμο, αυτός που επιτηρεί τον νόμο, τη δικαιοσύνη και την τάξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι) + -σκοπος (< σκέπτομαι «παρατηρώ»), πρβλ. κατά-σκοπος, οιωνο-σκόπος].

Greek Monotonic

θεμισκόπος: -ον, αυτός που επιτηρεί το νόμο και επιβλέπει την τάξη, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

θεμισκόπος: v. l. θεμίσκοπος 2 следующий закону, соблюдающий справедливость Pind.

Middle Liddell

θεμι-σκόπος, ον
seeing to law and order, Pind.