θλαστικός: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θλαστικός:''' могущий раздавить, мнущий ([[πᾶσα]] πληγὴ διαιρετικόν ἐστιν ἢ θλαστικόν Arst.). | |elrutext='''θλαστικός:''' [[могущий раздавить]], [[мнущий]] ([[πᾶσα]] πληγὴ διαιρετικόν ἐστιν ἢ θλαστικόν Arst.). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:20, 20 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, A able to crush, crushing, Arist.Pr.884b35.
German (Pape)
[Seite 1212] zum Quetschen, Zerdrücken geschickt.
Greek (Liddell-Scott)
θλαστικός: -ή, -όν, ἱκανὸς πρὸς θλάσιν, συντρίβων, Ἀριστ. Προβλ. 5. 37, 3.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α θλαστικός, -ή, -όν)
αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος για θλάση, αυτός που συντρίβει, συντριπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. θλαστικός < θλάστ-ης ή θλαστ-ός].
Russian (Dvoretsky)
θλαστικός: могущий раздавить, мнущий (πᾶσα πληγὴ διαιρετικόν ἐστιν ἢ θλαστικόν Arst.).