κακόπους: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακόπους]], ό, ή, ουδ. κακόπουν (Α)<br />αυτός που έχει αδύνατα ή άσχημα πόδια («[[κακόπους]] ἱππος», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), <b>[[πρβλ]].</b> [[ορθό]]-[[πους]], <i>στερεό</i>-[[πους]]].
|mltxt=[[κακόπους]], ό, ή, ουδ. κακόπουν (Α)<br />αυτός που έχει αδύνατα ή άσχημα πόδια («[[κακόπους]] ἱππος», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), [[πρβλ]]. [[ορθό]]-[[πους]], <i>στερεό</i>-[[πους]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 10:20, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόπους Medium diacritics: κακόπους Low diacritics: κακόπους Capitals: ΚΑΚΟΠΟΥΣ
Transliteration A: kakópous Transliteration B: kakopous Transliteration C: kakopous Beta Code: kako/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, A with bad feet, ἵππος X.Mem.3.3.4, Eq.1.2; εὔπτερα μέν, κακόποδα δέ Arist.HA487b26.

German (Pape)

[Seite 1302] ποδος, mit schlechten, schwachen oder häßlichen Füßen; Xen. de re equ. 1, 2 Mem. 3, 3, 4; Arist. H. A. 1, 1.

French (Bailly abrégé)

ποδος (ὁ, ἡ)
qui a de vilains pieds ou des pieds faibles.
Étymologie: κακός, πούς.

Greek Monolingual

κακόπους, ό, ή, ουδ. κακόπουν (Α)
αυτός που έχει αδύνατα ή άσχημα πόδια («κακόπους ἱππος», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ορθό-πους, στερεό-πους].

Greek Monotonic

κᾰκόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει κακά πόδια, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόπους -πουν, gen. -ποδος [κακός, πούς] met zwakke benen of poten.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόπους: 2, gen. ποδος имеющий плохие (слабые или некрасивые) ноги (ἵππος Xen.; ὄρνις Arst.).

Middle Liddell

with bad feet, Xen.