Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καλυβίτης: Difference between revisions

From LSJ

Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 315
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[καλυβίτης]]) αυτός που κατοικεί σε [[καλύβα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καλύβη]] <span style="color: red;">+</span> -[[ίτης]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σκην</i>-[[ίτης]], [[στυλ]]-[[ίτης]])].
|mltxt=ο (AM [[καλυβίτης]]) αυτός που κατοικεί σε [[καλύβα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καλύβη]] <span style="color: red;">+</span> -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. <i>σκην</i>-[[ίτης]], [[στυλ]]-[[ίτης]])].
}}
}}

Revision as of 13:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλῠβίτης Medium diacritics: καλυβίτης Low diacritics: καλυβίτης Capitals: ΚΑΛΥΒΙΤΗΣ
Transliteration A: kalybítēs Transliteration B: kalybitēs Transliteration C: kalyvitis Beta Code: kalubi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, A living in a hut, Str.7.5.12.

German (Pape)

[Seite 1314] ὁ, der in einer Hütte wohnt, καὶ λυπρόβιοι Strab. VII, 318; Eust.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰλῠβίτης: -ου, ὁ, ζῶν ἐντὸς τῆς καλύβης, καλυβῖταί τινες καὶ λυπρόβιοι Στράβ. 318, Εὐστ. Πονημάτ. 244. 1· ὡς ἐπώνυμον, Ἰωάννης ὁ Καλυβίτης Ὡρολόγ. Ἰανουαρ. 15.

Greek Monolingual

ο (AM καλυβίτης) αυτός που κατοικεί σε καλύβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλύβη + -ίτης (πρβλ. σκην-ίτης, στυλ-ίτης)].