καλοεργός: Difference between revisions
From LSJ
Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Μ [[καλοεργός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[φόβητρο]] τών πουλιών που βάζουν στους αγρούς, [[σκιάχτρο]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που κάνει το καλό, [[αγαθοεργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), | |mltxt=ο (Μ [[καλοεργός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[φόβητρο]] τών πουλιών που βάζουν στους αγρούς, [[σκιάχτρο]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που κάνει το καλό, [[αγαθοεργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. <i>αγαθο</i>-<i>εργός</i>, <i>κακο</i>-<i>εργός</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:05, 23 August 2021
English (LSJ)
όν, A well-doing, good, Man.1.256.
German (Pape)
[Seite 1312] schön, gut handelnd, Man. 1, 256. 354.
Greek (Liddell-Scott)
καλοεργός: -όν, ὁ τὸ καλῶν ποιῶν, ἀγαθοεργός, Μανέθων 1. 256.
Greek Monolingual
ο (Μ καλοεργός)
νεοελλ.
το φόβητρο τών πουλιών που βάζουν στους αγρούς, σκιάχτρο
μσν.
αυτός που κάνει το καλό, αγαθοεργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -εργός (< ἔργον), πρβλ. αγαθο-εργός, κακο-εργός].