καρδιαλγής: Difference between revisions

From LSJ

Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert

Menander, Monostichoi, 427
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[καρδιαλγής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει πόνους στην [[καρδιά]], που πάσχει από [[καρδιαλγία]], ο [[καρδιακός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[περίλυπος]], βαθύτατα [[λυπημένος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει πόνους στο [[στομάχι]], ο [[στομαχικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καρδι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αλγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄλγος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γονυ</i>-<i>αλγής οσφυ</i>-<i>αλγής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[καρδιαλγής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει πόνους στην [[καρδιά]], που πάσχει από [[καρδιαλγία]], ο [[καρδιακός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[περίλυπος]], βαθύτατα [[λυπημένος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει πόνους στο [[στομάχι]], ο [[στομαχικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καρδι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αλγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄλγος]]), [[πρβλ]]. <i>γονυ</i>-<i>αλγής οσφυ</i>-<i>αλγής</i>].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καρδιαλγής -ές [καρδία, ἄλγος] lijdend aan brandend maagzuur.
|elnltext=καρδιαλγής -ές [καρδία, ἄλγος] lijdend aan brandend maagzuur.
}}
}}

Revision as of 13:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρδῐαλγής Medium diacritics: καρδιαλγής Low diacritics: καρδιαλγής Capitals: ΚΑΡΔΙΑΛΓΗΣ
Transliteration A: kardialgḗs Transliteration B: kardialgēs Transliteration C: kardialgis Beta Code: kardialgh/s

English (LSJ)

ές, A suffering from heartburn, Id.Acut.30, Gal.6.604.

German (Pape)

[Seite 1326] ές, an Magenschmerzen leidend, Medic.

Greek Monolingual

-ές (Α καρδιαλγής, -ές)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει πόνους στην καρδιά, που πάσχει από καρδιαλγία, ο καρδιακός
2. μτφ. περίλυπος, βαθύτατα λυπημένος
αρχ.
αυτός που έχει πόνους στο στομάχι, ο στομαχικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)- + -αλγής (< ἄλγος), πρβλ. γονυ-αλγής οσφυ-αλγής].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρδιαλγής -ές [καρδία, ἄλγος] lijdend aan brandend maagzuur.