καρπωτός: Difference between revisions
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καρπωτός]], -όν (Α)<br />αυτός που φθάνει [[μέχρι]] τον καρπό του χεριού («χιτὼν [[καρπωτός]]» — [[χιτώνας]] που έχει [[μανίκια]] [[μέχρι]] τον καρπό του χεριού, ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρπός]] (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -[[ωτός]] ( | |mltxt=[[καρπωτός]], -όν (Α)<br />αυτός που φθάνει [[μέχρι]] τον καρπό του χεριού («χιτὼν [[καρπωτός]]» — [[χιτώνας]] που έχει [[μανίκια]] [[μέχρι]] τον καρπό του χεριού, ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρπός]] (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -[[ωτός]] ([[πρβλ]]. <i>αγκυλ</i>-[[ωτός]], <i>δικτυ</i>-[[ωτός]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:10, 23 August 2021
English (LSJ)
όν, (καρπός B) A reaching to the wrist, κ. Χιτών a coat with sleeves down to the wrist, LXX 2 Ki.13.18, 19.
German (Pape)
[Seite 1329] bis an die Vorderhand reichend, χιτών, ein Unterkleid mit langen Aermeln, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
καρπωτός: -όν, (καρπὸς Β)·―ὁ μέχρι τοῦ καρποῦ καθικνούμενος, καρ. χιτών, ἔχων χειρῖδας μέχρι τῶν καρπῶν τῶν χειρῶν, Ἑβδ. (Β' Βασιλ. ΙΓ', 18, 19)· πρβλ. χειριδωτός.
Greek Monolingual
καρπωτός, -όν (Α)
αυτός που φθάνει μέχρι τον καρπό του χεριού («χιτὼν καρπωτός» — χιτώνας που έχει μανίκια μέχρι τον καρπό του χεριού, ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (ΙΙ) + -ωτός (πρβλ. αγκυλ-ωτός, δικτυ-ωτός)].