Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατάκοιτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[κατάκοιτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που μένει ξαπλωμένος στο [[κρεβάτι]] από κάποια [[αρρώστια]], κρεβατωμένος<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αναπαύεται στο [[κρεβάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>κοιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κοίτη]] ή [[κοῖτος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>από</i>-<i>κοιτος</i>, <i>πρό</i>-<i>κοιτος</i>].
|mltxt=-η, -ο (AM [[κατάκοιτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που μένει ξαπλωμένος στο [[κρεβάτι]] από κάποια [[αρρώστια]], κρεβατωμένος<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αναπαύεται στο [[κρεβάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>κοιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κοίτη]] ή [[κοῖτος]]), [[πρβλ]]. <i>από</i>-<i>κοιτος</i>, <i>πρό</i>-<i>κοιτος</i>].
}}
}}

Revision as of 13:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάκοιτος Medium diacritics: κατάκοιτος Low diacritics: κατάκοιτος Capitals: ΚΑΤΑΚΟΙΤΟΣ
Transliteration A: katákoitos Transliteration B: katakoitos Transliteration C: katakoitos Beta Code: kata/koitos

English (LSJ)

ον, A in bed: at rest, quiet, Ibyc.1.7.

German (Pape)

[Seite 1355] im Bette ruhend, ἔρος Ibyc. 1 bei Ath. XIII, 601 b.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκοιτος: -ον, ὁ ἐπὶ τῆς κλίνης, ἥσυχος, αὐτόθι 1.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κατάκοιτος, -ον)
νεοελλ.-μσν.
αυτός που μένει ξαπλωμένος στο κρεβάτι από κάποια αρρώστια, κρεβατωμένος
αρχ.
αυτός που αναπαύεται στο κρεβάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κοιτος (< κοίτη ή κοῖτος), πρβλ. από-κοιτος, πρό-κοιτος].