καταπίμελος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταπίμελος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για πρόσ. ή αγρούς) [[καταπιμελής]], πολύ [[πλούσιος]] ή [[εύφορος]]<br /><b>2.</b> πολύ [[λιπαρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πίμελος</i> «[[λιπαρός]]» (<span style="color: red;"><</span> [[πιμελή]] «μαλακό [[λίπος]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εμ</i>-<i>πίμελος</i>, <i>περι</i>-<i>πίμελος</i>].
|mltxt=[[καταπίμελος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για πρόσ. ή αγρούς) [[καταπιμελής]], πολύ [[πλούσιος]] ή [[εύφορος]]<br /><b>2.</b> πολύ [[λιπαρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πίμελος</i> «[[λιπαρός]]» (<span style="color: red;"><</span> [[πιμελή]] «μαλακό [[λίπος]]»), [[πρβλ]]. <i>εμ</i>-<i>πίμελος</i>, <i>περι</i>-<i>πίμελος</i>].
}}
}}

Revision as of 13:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπῑμελος Medium diacritics: καταπίμελος Low diacritics: καταπίμελος Capitals: ΚΑΤΑΠΙΜΕΛΟΣ
Transliteration A: katapímelos Transliteration B: katapimelos Transliteration C: katapimelos Beta Code: katapi/melos

English (LSJ)

ον, A very fat or rich, of persons or lands, Dsc.1.24, Antyll. ap. Orib.7.16.4, Gal.19.451; στέαρ Dsc.2.76.

German (Pape)

[Seite 1369] sehr fett, Paul. Aeg. u. a. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

καταπίμελος: ον ῑ, λίαν παχύς, Γαλην. 19. 451, Παῦλ. Αἰγ. 4. 76.

Greek Monolingual

καταπίμελος, -ον (Α)
1. (για πρόσ. ή αγρούς) καταπιμελής, πολύ πλούσιος ή εύφορος
2. πολύ λιπαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πίμελος «λιπαρός» (< πιμελή «μαλακό λίπος»), πρβλ. εμ-πίμελος, περι-πίμελος].