κεραυνοφόρος: Difference between revisions
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "as Subst." to "as substantive") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=keravnoforos | |Transliteration C=keravnoforos | ||
|Beta Code=keraunofo/ros | |Beta Code=keraunofo/ros | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[wielding the thunderbolt]], Ἔρως <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alc.</span>16</span>, cf. <span class="bibl">2.335a</span>; <b class="b3">κ. στρατόπεδον</b> [[Legio XII Fulminata]], <span class="bibl">D.C.55.23</span>: as | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[wielding the thunderbolt]], Ἔρως <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alc.</span>16</span>, cf. <span class="bibl">2.335a</span>; <b class="b3">κ. στρατόπεδον</b> [[Legio XII Fulminata]], <span class="bibl">D.C.55.23</span>: as [[substantive]], title of a priest at Seleucia in Pieria, <span class="title">OGl</span>1245.47 (ii B.C.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 07:25, 29 August 2021
English (LSJ)
ον, A wielding the thunderbolt, Ἔρως Plu.Alc.16, cf. 2.335a; κ. στρατόπεδον Legio XII Fulminata, D.C.55.23: as substantive, title of a priest at Seleucia in Pieria, OGl1245.47 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1423] den Donnerkeil tragend; Ἔρως Plut. Alcib. 16; a. Sp.; στρατόπεδον, legio fulminatrix, D. Cass. 55, 23.
Greek (Liddell-Scott)
κεραυνοφόρος: -ον, ὁ φέρων τὸν κεραυνόν, Πλουτ. Ἀλκιβ. 16., 2. 335A· μεταφορ., στρατόπεδον κεραυνοφόρον, legio fulminatrix, Δίων Κ. 55. 23, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4458.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte la foudre.
Étymologie: κεραυνός, φέρω.
Greek Monolingual
-ο, θηλ. και -α (ΑΜ κεραυνοφόρος, -ον)
αυτός που κρατά και χειρίζεται τον κεραυνό («χεῑρες κεραυνοφόροι», Κάλβ.)
μσν.
αυτός που δρα αστραπιαία και αποτελεσματικά
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ κεραυνοφόρος
τίτλος ιερέα στη Σελεύκεια της Πιερίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -φόρος (< φόρος < φέρω)].
Greek Monotonic
κεραυνοφόρος: -ον, αυτός που χειρίζεται τον κεραυνό, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεραυνοφόρος -ον [κεραυνός, φέρω] bliksemdragend; ὁ κεραυνοφόρος de bliksemdrager (Alexander).
Russian (Dvoretsky)
κεραυνοφόρος: несущий молнии, разящий как молния (Ἔρως Plut.).
Middle Liddell
κεραυνο-φόρος, ον
wielding the thunderbolt, Plut.