κηρομάρμαρος: Difference between revisions
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κηρομάρμαρος]], ὁ (Μ)<br />συγκολλητική [[ουσία]] που χρησιμοποιείται για [[στεγανοποίηση]] υδραγωγών αρδευτικών σωλήνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[μάρμαρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[μάρμαρον]]), | |mltxt=[[κηρομάρμαρος]], ὁ (Μ)<br />συγκολλητική [[ουσία]] που χρησιμοποιείται για [[στεγανοποίηση]] υδραγωγών αρδευτικών σωλήνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[μάρμαρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[μάρμαρον]]), [[πρβλ]]. <i>καλλι</i>-[[μάρμαρος]], <i>πολυ</i>-[[μάρμαρος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:30, 23 August 2021
English (LSJ)
ὁ, A cement for making drainpipes watertight, Steph.in Hp. 2.384 D.
Greek Monolingual
κηρομάρμαρος, ὁ (Μ)
συγκολλητική ουσία που χρησιμοποιείται για στεγανοποίηση υδραγωγών αρδευτικών σωλήνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -μάρμαρος (< μάρμαρον), πρβλ. καλλι-μάρμαρος, πολυ-μάρμαρος.