κοπίδερμος: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kopidermos
|Transliteration C=kopidermos
|Beta Code=kopi/dermos
|Beta Code=kopi/dermos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[μαστιγίας]], <span class="title">Gloss.</span></span>
|Definition=ὁ, = [[μαστιγίας]], <span class="title">Gloss.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοπίδερμος]], -ον (ΑM)<br /><b>μσν.</b><br />(για δούλο) αυτός που έχει υποστεί [[περιτομή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ό [[κοπίδερμος]]<br />[[άτομο]] άξιο μαστιγώματος, [[δούλος]], [[μαστιγίας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοπίς]] <span style="color: red;">+</span> [[δέρμα]]].
|mltxt=[[κοπίδερμος]], -ον (ΑM)<br /><b>μσν.</b><br />(για δούλο) αυτός που έχει υποστεί [[περιτομή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ό [[κοπίδερμος]]<br />[[άτομο]] άξιο μαστιγώματος, [[δούλος]], [[μαστιγίας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοπίς]] <span style="color: red;">+</span> [[δέρμα]]].
}}
}}

Revision as of 02:05, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπίδερμος Medium diacritics: κοπίδερμος Low diacritics: κοπίδερμος Capitals: ΚΟΠΙΔΕΡΜΟΣ
Transliteration A: kopídermos Transliteration B: kopidermos Transliteration C: kopidermos Beta Code: kopi/dermos

English (LSJ)

ὁ, = μαστιγίας, Gloss.

Greek Monolingual

κοπίδερμος, -ον (ΑM)
μσν.
(για δούλο) αυτός που έχει υποστεί περιτομή
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ό κοπίδερμος
άτομο άξιο μαστιγώματος, δούλος, μαστιγίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοπίς + δέρμα].