κραναήπεδος: Difference between revisions

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κραναήπεδος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[έδαφος]] τραχύ και πετρώδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρανα</i>-<i>ός</i> «[[πετρώδης]]» <span style="color: red;">+</span> συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>η</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>στεφαν</i>-<i>ηφόρος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>πεδος</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[πέδον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ακρή</i>-<i>πεδος</i>, <i>επί</i>-<i>πεδος</i>].
|mltxt=[[κραναήπεδος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[έδαφος]] τραχύ και πετρώδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρανα</i>-<i>ός</i> «[[πετρώδης]]» <span style="color: red;">+</span> συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>η</i>- ([[πρβλ]]. <i>στεφαν</i>-<i>ηφόρος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>πεδος</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[πέδον]]), [[πρβλ]]. <i>ακρή</i>-<i>πεδος</i>, <i>επί</i>-<i>πεδος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:55, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰνᾰήπεδος Medium diacritics: κραναήπεδος Low diacritics: κραναήπεδος Capitals: ΚΡΑΝΑΗΠΕΔΟΣ
Transliteration A: kranaḗpedos Transliteration B: kranaēpedos Transliteration C: kranaipedos Beta Code: kranah/pedos

English (LSJ)

ον, A with hard rocky soil, h.Ap.72.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰνᾰήπεδος: -ον, ἔχων ἔδαφος τραχὺ καὶ πετρῶδες, Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἀπόλλ. 72.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au sol dur ou rocailleux.
Étymologie: κραναός, πέδον.

Greek Monolingual

κραναήπεδος, -ον (Α)
αυτός που έχει έδαφος τραχύ και πετρώδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρανα-ός «πετρώδης» + συνδετικό φωνήεν -η- (πρβλ. στεφαν-ηφόρος) + -πεδος (< -πέδον), πρβλ. ακρή-πεδος, επί-πεδος].

Greek Monotonic

κρᾰνᾰήπεδος: -ον (πέδον), αυτός που έχει σκληρό, βραχώδες έδαφος, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

κραναήπεδος: с каменистой почвой, каменистый (Δῆλος HH).

Middle Liddell

κρᾰνᾰή-πεδος, ον πέδον
with hard rocky soil, Hhymn.