μέταξα: Difference between revisions
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[μέταξα]], Μ και μετάξα)<br />κλωστική και [[υφαντική]] ύλη που εκκρίνεται από την [[κάμπια]] του μεταξοσκώληκα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[νήμα]] που κατασκευάζεται από αυτήν την ύλη<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μέταξα]] τεχνητή» ή «[[μέταξα]] φυτική» — το [[ρεγιόν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης ( | |mltxt=η (ΑΜ [[μέταξα]], Μ και μετάξα)<br />κλωστική και [[υφαντική]] ύλη που εκκρίνεται από την [[κάμπια]] του μεταξοσκώληκα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[νήμα]] που κατασκευάζεται από αυτήν την ύλη<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μέταξα]] τεχνητή» ή «[[μέταξα]] φυτική» — το [[ρεγιόν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης ([[πρβλ]]. λατ. <i>m</i><i>ā</i><i>taxa</i> / <i>m</i><i>ē</i><i>taxa</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:40, 23 August 2021
English (LSJ)
ης, ἡ, A raw silk, Procop.Arc.25, Lyd.Mag.2.4, etc. (The etym. is unknown: an earlier Latin form mataxa in Lucil.1192, Vitr. 7.3.2 in the sense of 'floss', 'tow'.)
German (Pape)
[Seite 151] ἡ, auch μάταξα geschrieben, ein Fremdwort, rohe Seide, u. Seide überhaupt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μέταξα: ἡ, Λατ. metaxa, ἀκατέργαστον μετάξι, «μετάξι», Προκόπ., κτλ.· ὡσαύτως μάταξα, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 46· - ὑποκορ. μετάξιον, τό, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ψ. 760· - μεταξάριος, ὁ, ὁ κατεργαζόμενος τὴν μέταξαν, «μεταξᾶς», Βασιλικ. Ἐκκλ. 25, τιτ. 12, § 56. - Ἅπαντα ξενικά· ἴδε Δουκάγγ.
Greek Monolingual
η (ΑΜ μέταξα, Μ και μετάξα)
κλωστική και υφαντική ύλη που εκκρίνεται από την κάμπια του μεταξοσκώληκα
νεοελλ.
1. νήμα που κατασκευάζεται από αυτήν την ύλη
2. φρ. «μέταξα τεχνητή» ή «μέταξα φυτική» — το ρεγιόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης (πρβλ. λατ. mātaxa / mētaxa)].