μακρόκεντρος: Difference between revisions
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[μακρόκεντρος]], -ον) <b>νεοελλ.</b> (το αρχ. ως ουσ.) ο [[μακρόκεντρος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] εντόμων της οικογένειας braconidae<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον σκορπιό) αυτός που έχει μακρύ [[κεντρί]] («καὶ μόνον δή τῶν ἐντόμων τοῦτο μακρόκεντρόν ἐστι», Αριστ.)<br /><b>2.</b> (για καρπούς, φύλλα) αυτός που έχει μακρύ μίσχο, μακρύ [[κοτσάνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κεντρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέντρον]]), | |mltxt=-η, -ο (Α [[μακρόκεντρος]], -ον) <b>νεοελλ.</b> (το αρχ. ως ουσ.) ο [[μακρόκεντρος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] εντόμων της οικογένειας braconidae<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον σκορπιό) αυτός που έχει μακρύ [[κεντρί]] («καὶ μόνον δή τῶν ἐντόμων τοῦτο μακρόκεντρόν ἐστι», Αριστ.)<br /><b>2.</b> (για καρπούς, φύλλα) αυτός που έχει μακρύ μίσχο, μακρύ [[κοτσάνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κεντρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέντρον]]), [[πρβλ]]. <i>ομό</i>-<i>κεντρος</i>. Ο [[επιστημονικός]] όοος [[είναι]] αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>macrocentrus</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μακρόκεντρος:''' имеющий длинное жало, с длинным жалом (τὰ ἔντομα Arst.). | |elrutext='''μακρόκεντρος:''' имеющий длинное жало, с длинным жалом (τὰ ἔντομα Arst.). | ||
}} | }} |
Revision as of 14:45, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A with long sting, Arist.HA532a17. 2 of figs, with long pedicle, Jul.Ep.180.
Greek (Liddell-Scott)
μακρόκεντρος: ὁ ἔχων μακρὸν κέντρον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 7.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μακρόκεντρος, -ον) νεοελλ. (το αρχ. ως ουσ.) ο μακρόκεντρος
ζωολ. γένος εντόμων της οικογένειας braconidae
αρχ.
1. (για τον σκορπιό) αυτός που έχει μακρύ κεντρί («καὶ μόνον δή τῶν ἐντόμων τοῦτο μακρόκεντρόν ἐστι», Αριστ.)
2. (για καρπούς, φύλλα) αυτός που έχει μακρύ μίσχο, μακρύ κοτσάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -κεντρος (< κέντρον), πρβλ. ομό-κεντρος. Ο επιστημονικός όοος είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. macrocentrus].
Russian (Dvoretsky)
μακρόκεντρος: имеющий длинное жало, с длинным жалом (τὰ ἔντομα Arst.).