μεθεκτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον σκάπτε, ἔνδονπηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μεθεκτικός:''' участвующий, имеющий долю участия (τινος Arst.).
|elrutext='''μεθεκτικός:''' [[участвующий]], [[имеющий долю участия]] (τινος Arst.).
}}
}}

Revision as of 11:25, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθεκτικός Medium diacritics: μεθεκτικός Low diacritics: μεθεκτικός Capitals: ΜΕΘΕΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: methektikós Transliteration B: methektikos Transliteration C: methektikos Beta Code: meqektiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A participating in, τῶν εἰδῶν Arist.GC335b12; τὸ μεθεκτικόν, participation, the participant, Id.Ph.209b35.

German (Pape)

[Seite 111] ή, όν, Theil habend, Theil nehmend, zur Theilnahme geneigt, Arist. phys. 4, 2 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεθεκτικός: -ή, -όν, μετέχων τινός, τῶν εἰδῶν Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 2. 9, 5· τὸ μεθεκτικόν, τὸ μετέχειν, ἡ μετοχὴ ἔν τινι, ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 4. 3, 7· ἴδε μέθεξις ΙΙ.

Greek Monolingual

μεθεκτικός, -ή, -όν (ΑM) μεθεκτός
αυτός που μετέχει σε κάτι, ο μέτοχος ή ο κατάλληλος ή ικανός να μετέχει σε κάτι
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μεθεκτικόν
το να μετέχει κάποιος σε κάτι, η συμμετοχή («διὰ τὶ οὐκ ἐν τόπῳ τὰ εἴδη, εἴπερ μεθεκτικὸν ὁ τόπος;», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

μεθεκτικός: участвующий, имеющий долю участия (τινος Arst.).