μελαντραγής: Difference between revisions

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μελαντρᾰγής:''' почерневший (т. е. годный) для еды ([[σῦκον]] Anth.).
|elrutext='''μελαντρᾰγής:''' [[почерневший]] (т. е. годный) для еды ([[σῦκον]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μελαν-τρᾰγής, ές<br />[[black]] [[when]] eaten, Anth.
|mdlsjtxt=μελαν-τρᾰγής, ές<br />[[black]] [[when]] eaten, Anth.
}}
}}

Revision as of 13:20, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαντρᾰγής Medium diacritics: μελαντραγής Low diacritics: μελαντραγής Capitals: ΜΕΛΑΝΤΡΑΓΗΣ
Transliteration A: melantragḗs Transliteration B: melantragēs Transliteration C: melantragis Beta Code: melantragh/s

English (LSJ)

ές, A black when eaten, σῦκον AP 6.299 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 120] ές, schwarz zum Essen, σῦκον, Phani. 5 (VI, 299).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
noir et bon à manger (figue).
Étymologie: μέλας, τραγεῖν.

Greek Monolingual

μελαντραγής, -ές (Α)
(για σύκο) αυτό που τρώγεται όταν είναι μαύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + τραγής (< τρώγω)].

Greek Monotonic

μελαντραγής: -ές, αυτός που είναι μαύρος όταν είναι κατάλληλος να φαγωθεί (λέγεται για τα σύκα), σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μελαντρᾰγής: почерневший (т. е. годный) для еды (σῦκον Anth.).

Middle Liddell

μελαν-τρᾰγής, ές
black when eaten, Anth.