μελλητικός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μελλητικός:''' медлительный, нерешительный Arst.
|elrutext='''μελλητικός:''' [[медлительный]], [[нерешительный]] Arst.
}}
}}

Revision as of 11:35, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελλητικός Medium diacritics: μελλητικός Low diacritics: μελλητικός Capitals: ΜΕΛΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: mellētikós Transliteration B: mellētikos Transliteration C: mellitikos Beta Code: mellhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A inclined to delay, Arist.Phgn.813a5, Poll.9.138, Vett. Val.18.6.

German (Pape)

[Seite 125] zum Zögern, Zaudern geneigt, Poll. 9, 138.

Greek (Liddell-Scott)

μελλητικός: -ή, -όν, ἔχων κλίσιν ἢ διάθεσιν πρὸς ἀργοπορίαν, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 44, Πολυδ. Θ΄, 138. Ἐπίρρ. -κῶς, ἐν τῷ μέλλοντι ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἤδη, Ἐπιφάν. σ. 337.

Greek Monolingual

μελλητικός, -ή, -όν (Α) μελλητής
1. αυτός που έχει τάση να καθυστερεί, βραδύς
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελλητικόν
καρτερία, υπομονή.
επίρρ...
μελλητικῶς (Α)
1. με ενδοιασμό, με δισταγμό
2. στο μέλλον.

Russian (Dvoretsky)

μελλητικός: медлительный, нерешительный Arst.