μηλάνθη: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μηλάνθη]], ἡ (ΑΜ)<br /><b>1.</b> το [[έντομο]] [[μηλολόνθη]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[μηλάνθη]]<br />[[εἶδος]] ζῷου μικροῡ»<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον Ευστάθ.) «[[ζῷον]] μεῑζον σφηκὸς ἐκ τῆς ἀνθήσεως τῶν μηλεῶν γεννώμενον ἢ ἀρχομέναις ἀνθεῑν προσιπτάμενον»<br /><b>4.</b> [[άνθος]] μηλιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηλολάνθη]] με [[απλολογία]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αμφιφορεύς]] > [[αμφορεύς]])].
|mltxt=[[μηλάνθη]], ἡ (ΑΜ)<br /><b>1.</b> το [[έντομο]] [[μηλολόνθη]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[μηλάνθη]]<br />[[εἶδος]] ζῷου μικροῡ»<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον Ευστάθ.) «[[ζῷον]] μεῑζον σφηκὸς ἐκ τῆς ἀνθήσεως τῶν μηλεῶν γεννώμενον ἢ ἀρχομέναις ἀνθεῖν προσιπτάμενον»<br /><b>4.</b> [[άνθος]] μηλιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηλολάνθη]] με [[απλολογία]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αμφιφορεύς]] > [[αμφορεύς]])].
}}
}}

Revision as of 20:25, 26 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλάνθη Medium diacritics: μηλάνθη Low diacritics: μηλάνθη Capitals: ΜΗΛΑΝΘΗ
Transliteration A: mēlánthē Transliteration B: mēlanthē Transliteration C: milanthi Beta Code: mhla/nqh

English (LSJ)

ἡ, A = μηλολόνθη, Herod.9a.2. II apple-blossom, Philostr.Im.1.28.

German (Pape)

[Seite 172] ἡ, = μηλολόνθη, Herod. Mim. bei Stob. Flor. 78, 6.

Greek (Liddell-Scott)

μηλάνθη: ἡ, = μηλολόνθη, Εὐστ. Ἰλ. 1329, 26, προσέτι, μηλόνθη, αὐτόθι. 2) = ἄνθος μήλου, Φιλόστρ. 803, 12.

Greek Monolingual

μηλάνθη, ἡ (ΑΜ)
1. το έντομο μηλολόνθη
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «μηλάνθη
εἶδος ζῷου μικροῡ»
3. (κατά τον Ευστάθ.) «ζῷον μεῑζον σφηκὸς ἐκ τῆς ἀνθήσεως τῶν μηλεῶν γεννώμενον ἢ ἀρχομέναις ἀνθεῖν προσιπτάμενον»
4. άνθος μηλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηλολάνθη με απλολογία (πρβλ. αμφιφορεύς > αμφορεύς)].