μηναῖος: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ μηναῑος, -α, -ον Μ ουδ. και μηνίο και [[μηνίον]] και μηνιόν) [[μήν]]<br />αυτός που γίνεται ή συμβαίνει [[κάθε]] [[μήνα]], ο [[μηνιαίος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μηναίο</i>(<i>ν</i>)<br />[[μισθός]] ενός [[μήνα]], μηνιάτικο<br /><b>2.</b> (το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τα Μηναία</i><br />[[δώδεκα]] λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας, ένα για [[κάθε]] [[μήνα]], τα οποία περιέχουν τις ακολουθίες τών εορτών και τών αγίων που τιμά [[κάθε]] [[μέρα]] η Εκκλησία [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του εκκλησιαστικού έτους, το οποίο εκτείνεται από την 1η Σεπτεμβρίου [[μέχρι]] την 31 η Αυγούστου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> μισθωτή [[υπηρεσία]]<br /><b>2.</b> [[εκμίσθωση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πιάνω]] εἰς τὸ [[μηνίον]]» — [[προσλαμβάνω]] κάποιον με [[μισθό]]<br />β) «ποιῶ [[μηνίον]]» — [[δίνω]] ή [[ορίζω]] μηνιαίο [[μισθό]].
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ μηναῖος, -α, -ον Μ ουδ. και μηνίο και [[μηνίον]] και μηνιόν) [[μήν]]<br />αυτός που γίνεται ή συμβαίνει [[κάθε]] [[μήνα]], ο [[μηνιαίος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μηναίο</i>(<i>ν</i>)<br />[[μισθός]] ενός [[μήνα]], μηνιάτικο<br /><b>2.</b> (το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τα Μηναία</i><br />[[δώδεκα]] λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας, ένα για [[κάθε]] [[μήνα]], τα οποία περιέχουν τις ακολουθίες τών εορτών και τών αγίων που τιμά [[κάθε]] [[μέρα]] η Εκκλησία [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του εκκλησιαστικού έτους, το οποίο εκτείνεται από την 1η Σεπτεμβρίου [[μέχρι]] την 31 η Αυγούστου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> μισθωτή [[υπηρεσία]]<br /><b>2.</b> [[εκμίσθωση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πιάνω]] εἰς τὸ [[μηνίον]]» — [[προσλαμβάνω]] κάποιον με [[μισθό]]<br />β) «ποιῶ [[μηνίον]]» — [[δίνω]] ή [[ορίζω]] μηνιαίο [[μισθό]].
}}
}}

Revision as of 08:50, 14 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηναῖος Medium diacritics: μηναῖος Low diacritics: μηναίος Capitals: ΜΗΝΑΙΟΣ
Transliteration A: mēnaîos Transliteration B: mēnaios Transliteration C: minaios Beta Code: mhnai=os

English (LSJ)

α, ον, A lunar, Orac. ap. Lyd.Mens.3.8.

Greek (Liddell-Scott)

μηναῖος: -α, -ον, ὁ κατὰ μῆνα…, ἴδε Λοβεκ. Ἀγλαόφ. 954· ― τὰ μηναῖα, ὡς καὶ νῦν, τὰ βιβλία τὰ περιέχοντα τὰς δι’ ἕκαστον μῆνα ἀκολουθίας, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ μηναῖος, -α, -ον Μ ουδ. και μηνίο και μηνίον και μηνιόν) μήν
αυτός που γίνεται ή συμβαίνει κάθε μήνα, ο μηνιαίος
νεοελλ.-μσν.
1. το ουδ. ως ουσ. το μηναίο(ν)
μισθός ενός μήνα, μηνιάτικο
2. (το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) τα Μηναία
δώδεκα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας, ένα για κάθε μήνα, τα οποία περιέχουν τις ακολουθίες τών εορτών και τών αγίων που τιμά κάθε μέρα η Εκκλησία κατά τη διάρκεια του εκκλησιαστικού έτους, το οποίο εκτείνεται από την 1η Σεπτεμβρίου μέχρι την 31 η Αυγούστου
μσν.
1. μισθωτή υπηρεσία
2. εκμίσθωση
3. φρ. α) «πιάνω εἰς τὸ μηνίον» — προσλαμβάνω κάποιον με μισθό
β) «ποιῶ μηνίον» — δίνω ή ορίζω μηνιαίο μισθό.