μετριόσιτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μετριόσιτος]], -ον (Α)<br />αυτός που τρώγει μέτρια, [[εγκρατής]] στο [[φαγητό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτριος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]]), <b>[[πρβλ]].</b> ολιγό-σιτος].
|mltxt=[[μετριόσιτος]], -ον (Α)<br />αυτός που τρώγει μέτρια, [[εγκρατής]] στο [[φαγητό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτριος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]]), [[πρβλ]]. ολιγό-σιτος].
}}
}}

Revision as of 15:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετριόσῑτος Medium diacritics: μετριόσιτος Low diacritics: μετριόσιτος Capitals: ΜΕΤΡΙΟΣΙΤΟΣ
Transliteration A: metriósitos Transliteration B: metriositos Transliteration C: metriositos Beta Code: metrio/sitos

English (LSJ)

ον, A moderate in eating, Poll.6.28,34.

German (Pape)

[Seite 163] mäßig essend, Poll. 6, 28 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μετριόσῑτος: -ον, ὁ ἐσθίων μετρίως, ἐγκρατὴς ἐν τῷ ἐσθίειν, Πολυδ. ϛʹ, 28, 34.

Greek Monolingual

μετριόσιτος, -ον (Α)
αυτός που τρώγει μέτρια, εγκρατής στο φαγητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτριος + -σιτος (< σῖτος), πρβλ. ολιγό-σιτος].