νευρόσπασμα: Difference between revisions
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nevrospasma | |Transliteration C=nevrospasma | ||
|Beta Code=neuro/spasma | |Beta Code=neuro/spasma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[νευρόσπαστον]], in pl., <span class="bibl"><span class="title">EM</span>454.17</span>, Phot. s.v. [[θραύματα]].</span> | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[νευρόσπαστον]], in pl., <span class="bibl"><span class="title">EM</span>454.17</span>, Phot. [[sub verbo|s.v.]] [[θραύματα]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:50, 1 February 2021
English (LSJ)
ατος, τό, A = νευρόσπαστον, in pl., EM454.17, Phot. s.v. θραύματα.
Greek (Liddell-Scott)
νευρόσπασμα: τό, = νευρόσπαστον, Ἐτυμολ. Μέγ. 454. 17, Φώτ.
Greek Monolingual
το (ΑΜ νευρόσπασμα)
αυτό που κινείται με χορδές, το νευρόσπαστο
νεοελλ.
1. άνθρωπος χωρίς ισχυρή βούληση, που ενεργεί με υποκίνηση άλλου και όχι αυτοβούλως
2. πολύ ανήσυχος και νευρικός άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + σπάσμα (< σπῶ), πρβλ. από-σπασμα].