οἴκτιστος: Difference between revisions
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oiktistos | |Transliteration C=oiktistos | ||
|Beta Code=oi)/ktistos | |Beta Code=oi)/ktistos | ||
|Definition=η, ον, irreg. Sup. of [[οἰκτρός]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> most [[pitiable]], most [[lamentable]], [[pathetic]], οἴ… δειλοῖσι βροτοῖσιν <span class="bibl">Il.22.76</span> ; θάνον οἰ. θανάτῳ <span class="bibl">Od.11.412</span> ; Ἀτθίσιν οἰκτίστη, σὸν φάος, Ἠριγόνη <span class="bibl">Call.<span class="title">Aet.</span>1.1.4</span> ; οἴ. δὴ κεῖνο ἴδον <span class="bibl">Od.12.258</span> ; οἴ. ἔλεγοι <span class="bibl">A.R.2.782</span> : neut. pl. [[οἴκτιστα]] as Adv., <span class="bibl">Od.22.472</span> : also in late Prose, <span class="bibl">Onos.42.21</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Anach.</span>11</span>. Adv. -τως <span class="bibl">Phalar.<span class="title">Ep.</span>96</span>.</span> | |Definition=η, ον, irreg. Sup. of [[οἰκτρός]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> most [[pitiable]], most [[lamentable]], [[pathetic]], οἴ… δειλοῖσι βροτοῖσιν <span class="bibl">Il.22.76</span>; θάνον οἰ. θανάτῳ <span class="bibl">Od.11.412</span>; Ἀτθίσιν οἰκτίστη, σὸν φάος, Ἠριγόνη <span class="bibl">Call.<span class="title">Aet.</span>1.1.4</span>; οἴ. δὴ κεῖνο ἴδον <span class="bibl">Od.12.258</span>; οἴ. ἔλεγοι <span class="bibl">A.R.2.782</span> : neut. pl. [[οἴκτιστα]] as Adv., <span class="bibl">Od.22.472</span> : also in late Prose, <span class="bibl">Onos.42.21</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Anach.</span>11</span>. Adv. -τως <span class="bibl">Phalar.<span class="title">Ep.</span>96</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:20, 22 May 2021
English (LSJ)
η, ον, irreg. Sup. of οἰκτρός, A most pitiable, most lamentable, pathetic, οἴ… δειλοῖσι βροτοῖσιν Il.22.76; θάνον οἰ. θανάτῳ Od.11.412; Ἀτθίσιν οἰκτίστη, σὸν φάος, Ἠριγόνη Call.Aet.1.1.4; οἴ. δὴ κεῖνο ἴδον Od.12.258; οἴ. ἔλεγοι A.R.2.782 : neut. pl. οἴκτιστα as Adv., Od.22.472 : also in late Prose, Onos.42.21, Luc.Anach.11. Adv. -τως Phalar.Ep.96.
Greek (Liddell-Scott)
οἴκτιστος: -η, -ον, ἀνώμαλον ὑπερθ. τοῦ οἰκτρός, ἐσχηματισμένον κατὰ τὸ αἴσχιστος, ἔχθιστος, κύδιστος, οἰκτρότατος, πλείστου οἴκτου ἄξιος, οἴκτιστον ... δειλοῖσι βροτοῖσιν Ἰλ. Χ. 76. θάνον οἰκτίστῳ θανάτῳ Ὀδ. Λ. 412· οἴκτιστον δὴ κεῖνο ἴδον Μ. 258· οἰκτ. ἔλεγοι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 782· - οὐδ. πληθ. οἴκτιστα ὡς ἐπίρρ., Ὀδ. Χ. 472· - ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Λουκ. Ἀνάχ. 11· ἐπίρρ. οἰκτίστως Φάλαρ.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
très digne de pitié, lamentable ; adv. • οἴκτιστα OD de la manière la plus lamentable.
Étymologie: οἰκτίζω.
English (Autenrieth)
see οἰκτρός.
Greek Monolingual
οἴκτιστος, -ίστη, -ον (Α)
1. άξιος πολύ μεγάλου οίκτου, πάρα πολύ αξιοθρήνητος («οἰκτίστοις ἐλέγοισιν ὀδύρεται», Απολλ. Ρόδ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) οἴκτιστα
με πάρα πολύ οίκτο.
επίρρ...
οἰκτίστως (Α)
με οίκτιστο τρόπο, με πάρα πολύ οίκτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος υπερθ. του επιθ. οἰκτρός (σχηματισμένος από το θ. της λ. οἶκτος) + κατάλ. -ιστος (πρβλ. αἰσχ-ιστος < αἰσχρός, ἔχθ-ιστος < ἐχθρός)].
Greek Monotonic
οἴκτιστος: -η, -ον, ανώμ. υπερθ. του οἰκτρός (πρβλ. αἰσχρός, αἴσχιστος), πλέον αξιολύπητος, αξιοθρήνητος, σε Όμηρ.· ουδ. πληθ. οἴκτιστα, ως επίρρ., σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
οἴκτιστος: [superl. к οἶκτος крайне жалкий, несчастный, ужасный (ὄλεθρος, θάνατος Hom.).
Middle Liddell
οἴκτιστος, η, ον [irreg. Sup. of οἰκτρός (cf. αἰσχρός, αἴσχιστος)]
most pitiable, lamentable, Hom.:—neut. pl. οἴκτιστα as adv., Od.