περισπαστέον: Difference between revisions
From LSJ
ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perispasteon | |Transliteration C=perispasteon | ||
|Beta Code=perispaste/on | |Beta Code=perispaste/on | ||
|Definition= | |Definition=[[one must make circumflex]], <span class="bibl">Ath.14.644b</span>, Sch.<span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>697</span>, etc. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:05, 23 August 2022
English (LSJ)
one must make circumflex, Ath.14.644b, Sch.E.Ph.697, etc.
Greek (Liddell-Scott)
περισπαστέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ θέσῃ περισπωμένην, «περισπαστέον δὲ λέγοντας πλακοῦς τὴν ὀνομαστικήν· συνῄρηται γὰρ ἐκ τοῦ πλακόεις» Ἀθήν. 644Β, κτλ.
Greek Monolingual
Α
(ρημ. επίθ.) πρέπει κανείς να βάλει περισπωμένη ή πρέπει να προφέρει το φωνήεν κάποιας συλλαβής με περισπώμενο τόνο, με περίσπαση της φωνής.