πηχυαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / πηχυαῑος, -αία, -ον, ΝΑ, και μτγν. τ. <b>επιγρ.</b> πηχιαῑος, Α<br />αυτός που έχει [[μήκος]] ή ύψος ενός πήχυ (α. «[[άνθρωπος]] με πηχυαίο [[ανάστημα]]» β. «πηχυαῑα ἀγάλματα», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πῆχυς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i>].
|mltxt=-α, -ο / πηχυαῖος, -αία, -ον, ΝΑ, και μτγν. τ. <b>επιγρ.</b> πηχιαῖος, Α<br />αυτός που έχει [[μήκος]] ή ύψος ενός πήχυ (α. «[[άνθρωπος]] με πηχυαίο [[ανάστημα]]» β. «πηχυαῑα ἀγάλματα», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πῆχυς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:41, 14 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηχῠαῖος Medium diacritics: πηχυαῖος Low diacritics: πηχυαίος Capitals: ΠΗΧΥΑΙΟΣ
Transliteration A: pēchyaîos Transliteration B: pēchyaios Transliteration C: pichyaios Beta Code: phxuai=os

English (LSJ)

α, ον, A a cubit long, IG12.88.8, Hdt.2.48, 78, Hp.Fract.8, Pl.Phd.96e, Plb.6.23.12, etc.; τὸ π. Plot.6.3.21.

German (Pape)

[Seite 612] von der Länge eines πῆχυς, ellenlang; Her. 8, 55; Plat. Phaed. 96 e; Pol. 6, 23, 12; Schol. Il. 3, 6 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πηχυαῖος: -α, -ον, ἔχων μῆκος ἑνὸς πήχεως, Ἡρόδ. 2. 48, 78, Ἱππ. π. Ἀγμ. 757, Πλάτ. Φαίδων 96Ε κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 172.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
long, large, etc. d’une coudée.
Étymologie: πῆχυς.

Greek Monolingual

-α, -ο / πηχυαῖος, -αία, -ον, ΝΑ, και μτγν. τ. επιγρ. πηχιαῖος, Α
αυτός που έχει μήκος ή ύψος ενός πήχυ (α. «άνθρωπος με πηχυαίο ανάστημα» β. «πηχυαῑα ἀγάλματα», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῆχυς + κατάλ. -αῖος].

Greek Monotonic

πηχυαῖος: -α, -ον (πῆχυς), αυτός που έχει το μήκος ενός πήχυ, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

πηχῠαῖος: размером в один пехий (локоть) Her., Plat., Polyb., Sext.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πηχυαῖος -α -ον [πῆχυς] één el lang:. ὅσον τε πηχυαῖα ἀγάλματα νευρόσπαστα poppetjes van ongeveer een el groot die door touwen worden bewogen (d.w.z.\n marionetten) Hdt. 2.48.2; ξύλον πηχυαῖον een stuk hout van een el lang Hp. Fract. 8.

Middle Liddell

πηχυαῖος, η, ον πῆχυς
a cubit long, Hdt., Plat.

English (Woodhouse)

a cubit long

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)