ποθητός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "πρᾱγμ" to "πρᾶγμ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ποθητός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ποθώ]]<br />ο ποθούμενος, ο [[επιθυμητός]] (α. «ήλθεν η ποθητή ώρα», Κάλβ.<br />β. «για την ποθητήν [[Ελλάδα]]», <b>Σολωμ.</b><br />γ. «ποθητὸν πρᾱγμα», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αγαπητός]] («το ποθητό μου [[ταίρι]]»)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> ο [[αγαπημένος]] («εγώ [[είμαι]], [[κόρη]], ο άντρας σου κι εσύ είσαι η ποθητή μου», δημ. [[τραγούδι]]).
|mltxt=-ή, -ό / [[ποθητός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ποθώ]]<br />ο ποθούμενος, ο [[επιθυμητός]] (α. «ήλθεν η ποθητή ώρα», Κάλβ.<br />β. «για την ποθητήν [[Ελλάδα]]», <b>Σολωμ.</b><br />γ. «ποθητὸν πρᾶγμα», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αγαπητός]] («το ποθητό μου [[ταίρι]]»)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> ο [[αγαπημένος]] («εγώ [[είμαι]], [[κόρη]], ο άντρας σου κι εσύ είσαι η ποθητή μου», δημ. [[τραγούδι]]).
}}
}}

Revision as of 16:55, 25 July 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποθητός Medium diacritics: ποθητός Low diacritics: ποθητός Capitals: ΠΟΘΗΤΟΣ
Transliteration A: pothētós Transliteration B: pothētos Transliteration C: pothitos Beta Code: poqhto/s

English (LSJ)

ή, όν, A longed for, regretted, IG7.3434 (Chaeronea).

German (Pape)

[Seite 645] gewünscht, verlangt, begehrt, ersehnt, vermißt, geliebt, Ael. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ποθητός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν ἐπιθυμητός, ποθούμενος, Συλλ. Ἐπιγρ. 1667.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
désiré ou désirable.
Étymologie: adj. verb. de ποθέω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ποθητός, -ή, -όν, ΝΜΑ ποθώ
ο ποθούμενος, ο επιθυμητός (α. «ήλθεν η ποθητή ώρα», Κάλβ.
β. «για την ποθητήν Ελλάδα», Σολωμ.
γ. «ποθητὸν πρᾶγμα», επιγρ.)
νεοελλ.
1. αγαπητός («το ποθητό μου ταίρι»)
2. ως ουσ. ο αγαπημένος («εγώ είμαι, κόρη, ο άντρας σου κι εσύ είσαι η ποθητή μου», δημ. τραγούδι).