πολυμαθής: Difference between revisions
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polymathis | |Transliteration C=polymathis | ||
|Beta Code=polumaqh/s | |Beta Code=polumaqh/s | ||
|Definition=ές, | |Definition=ές, [[having learnt]] or [[knowing much]], Ar.V.1175, Democr.64, Pl.Lg.811a: Comp. πολυμαθέστερος Aristeas 137: Sup. πολυμαθέστατος Phld.Vit.p.35J.; Ἀριστοτέλης Ath.9.398e, cf. Dam. Isid.168, Lyd.Mag.1.5. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=πολυμαθής -ές [πολύς, μανθάνω] geleerd. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 19:18, 7 June 2022
English (LSJ)
ές, having learnt or knowing much, Ar.V.1175, Democr.64, Pl.Lg.811a: Comp. πολυμαθέστερος Aristeas 137: Sup. πολυμαθέστατος Phld.Vit.p.35J.; Ἀριστοτέλης Ath.9.398e, cf. Dam. Isid.168, Lyd.Mag.1.5.
German (Pape)
[Seite 666] ές, viel gelernt habend, viel wissend; Ar. Vesp. 1175; Plat. Legg. VII, 810 e; Xen. Mem. 4, 4, 6; Isocr. 1, 18; superl. πολυμαθέστατος Luc. Philopatr. 13; Ath. XV, 596 a, wie Aristoteles.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠμᾰθής: -ές, ὡς καὶ νῦν, ὁ πολλὰ μαθὼν ἢ γινώσκων, Ἀριστ. Σφ. 1175, Πλάτ. Νόμ. 810Ε. Ἐπίρρ. -θῶς, Κλήμ. Ἀλ. σ. 805Β.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui sait beaucoup, très savant.
Étymologie: πολύς, μανθάνω.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει μάθει και γνωρίζει πολλά, αυτός που έχει πολλές γνώσεις.
επίρρ...
πολυμαθῶς Α
με πολυμάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μαθής (< μάθος, το «μάθηση, γνώση» < μανθάνω), πρβλ. χρηστο-μαθής].
Greek Monotonic
πολῠμᾰθής: -ές (μαθεῖν), αυτός που έχει μάθει ή γνωρίζει πολλά, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
πολυμᾰθής: много знающий, весьма ученый, образованнейший Arph. etc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυμαθής -ές [πολύς, μανθάνω] geleerd.
Middle Liddell
πολῠ-μᾰθής, ές μαθεῖν
having learnt or knowing much, Ar., Plat.