προμίγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[μ</i>(<i>ε</i>)<i>ίγνυμι]]<br /><b>1.</b> αναμιγνύομαι [[προηγουμένως]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> συνουσιάζομαι [[προηγουμένως]].
|mltxt=Α [[μείγνυμι]], [[μίγνυμι]]<br /><b>1.</b> [[αναμιγνύομαι]] [[προηγουμένως]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> συνουσιάζομαι [[προηγουμένως]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προμίγνῡμι:''' μέλ. -[[μίξω]], [[αναμειγνύω]] από [[πριν]] — Παθ., <i>παλλακίδι προμῐγῆναι</i> (απαρ. αορ. βʹ), [[συνευρίσκομαι]] μαζί της από [[πριν]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''προμίγνῡμι:''' μέλ. -[[μίξω]], [[αναμειγνύω]] από [[πριν]] — Παθ., <i>παλλακίδι προμῐγῆναι</i> (απαρ. αορ. βʹ), [[συνευρίσκομαι]] μαζί της από [[πριν]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 09:55, 2 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμίγνυμι Medium diacritics: προμίγνυμι Low diacritics: προμίγνυμι Capitals: ΠΡΟΜΙΓΝΥΜΙ
Transliteration A: promígnymi Transliteration B: promignymi Transliteration C: promignymi Beta Code: promi/gnumi

English (LSJ)

A v. προμείγνυμι.

German (Pape)

[Seite 734] (s. μίγνυμι), vor od. vorher vermischen, παλλακίδι προμιγῆναι, vorher mit dem Kebsweibe Gemeinschaft pflegen, Iliad. 9, 452.

Greek (Liddell-Scott)

προμίγνῡμι: μιγνύω ἐκ τῶν προτέρων· ― Παθ., παλλακίδι προμῐγῆναι, «μιγῆναι. συνελθεῖν» (Εὐστ.), Ἰλ. Ι. 452.

French (Bailly abrégé)

ao.2 inf. Pass. προμιγῆναι;
mêler auparavant ; Pass. s’unir auparavant avec, τινι.
Étymologie: πρό, μίγνυμι.

Greek Monolingual

Α μείγνυμι, μίγνυμι
1. αναμιγνύομαι προηγουμένως
2. μτφ. συνουσιάζομαι προηγουμένως.

Greek Monotonic

προμίγνῡμι: μέλ. -μίξω, αναμειγνύω από πριν — Παθ., παλλακίδι προμῐγῆναι (απαρ. αορ. βʹ), συνευρίσκομαι μαζί της από πριν, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

προμίγνῡμι: ранее смешивать: προμῐγῆναί τινι Hom. вступить в связь с кем-л.

Middle Liddell

fut. -μίξω
to mingle beforehand:—Pass., παλλακίδι προμῐγῆναι (aor2 inf.) to have intercourse with her before, Il.