προληπτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''προληπτικός:''' предвосхищающий ([[κίνησις]] ἀρχηγὸς καὶ προληπτική Plut.).
|elrutext='''προληπτικός:''' [[предвосхищающий]] ([[κίνησις]] ἀρχηγὸς καὶ προληπτική Plut.).
}}
}}

Revision as of 13:50, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προληπτικός Medium diacritics: προληπτικός Low diacritics: προληπτικός Capitals: ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: prolēptikós Transliteration B: prolēptikos Transliteration C: proliptikos Beta Code: prolhptiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A anticipative, κίνησις Plu. 2.427e; σχῆμα Anon.Fig.p.158 S.; χρόνος π. τοῦ ἀποτελέσματος Vett. Val.244.31. Adv. -κῶς Sch.Ar.Av.35, A.D.Pron.10.22: Comp. -ώτερον prematurely, ib.47.10. 2 Adv. -κῶς by way of πρόληψις 1.1, opp. δοξαστικῶς, Phld.Oec.p.14 J. II Medic., of intermittent fevers, coming before the time, Gal.7.359. Adv. -κῶς ib.361.

German (Pape)

[Seite 733] ή, όν, voraus od. vorweg nehmend, vorgreifend, Plut. def. or. 32 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προληπτικός: -ή, -όν, ὁ προλαμβάνων, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ προλαμβάνειν, δύναμις Πλούτ. 2. 427D· σχῆμα Ρήτορ. Waltz 8. 666. Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 35, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui anticipe.
Étymologie: προλαμβάνω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προληπτικός, -ή, -όν, ΝΑ προλαμβάνω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόληψη
νεοελλ.
1. αυτός που συντελεί στο να μη γίνει ή να μην εκδηλωθεί κάτι (α. «πήραν προληπτικά μέτρα για να αποφύγουν δυσάρεστες εξελίξεις» β. «προληπτική λογοκρισία» — λογοκρισία που επιβάλλεται πριν από δημοσίευση)
2. αυτός που έχει προλήψεις, ο δεισιδαίμονας
3. το ουδ. ως ουσ. το προληπτικό
μέτρο ή μέσο με το οποίο προλαμβάνεται η εκδήλωση ενός κακού
4. φρ. «προληπτικό κατηγορούμενο»
γραμμ. κατηγορούμενο το οποίο εκφράζει εκ τών προτέρων το αποτέλεσμα μιας πράξης και ισοδυναμεί με συμπερασματική πρόταση
αρχ.
ιατρ. (για διαλείποντα πυρετό) αυτός που εμφανίζεται πρόωρα
2. (το ουδ. σε συγκριτ. βαθμό ως επίρρ.) προληπτικώτερον
πρόωρα.
επίρρ...
προληπτικώς / προληπτικῶς ΝΑ, και προληπτικά Ν
κατά τρόπο προληπτικό.

Russian (Dvoretsky)

προληπτικός: предвосхищающий (κίνησις ἀρχηγὸς καὶ προληπτική Plut.).