προσδέησις: Difference between revisions
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[προσδέω]] (II)]<br />[[ανάγκη]], [[έλλειψη]] κάποιου («ἀσθενείᾳ καὶ φόβῳ καὶ προσδεήσει τῶν πλησίων | |mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[προσδέω]] (II)]<br />[[ανάγκη]], [[έλλειψη]] κάποιου («ἀσθενείᾳ καὶ φόβῳ καὶ προσδεήσει τῶν πλησίων ταῦτα γίνεται», Επίκ.). | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προσδέησις:''' εως ἡ надобность, потребность, нужда Diog. L. | |elrutext='''προσδέησις:''' εως ἡ надобность, потребность, нужда Diog. L. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:50, 25 July 2021
English (LSJ)
εως, ἡ, A want, need, τῶν πλησίον Epicur.Ep.1p.28U.
German (Pape)
[Seite 755] ἡ, Bedürfniß, Bedürftigkeit, Epicur. bei Diog. L. 10, 77.
Greek (Liddell-Scott)
προσδέησις: ἡ, τὸ προσδεῖσθαι, τινὸς Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 77.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α προσδέω (II)]
ανάγκη, έλλειψη κάποιου («ἀσθενείᾳ καὶ φόβῳ καὶ προσδεήσει τῶν πλησίων ταῦτα γίνεται», Επίκ.).
Russian (Dvoretsky)
προσδέησις: εως ἡ надобность, потребность, нужда Diog. L.