πρόσκρανον: Difference between revisions
From LSJ
παρώνυμα δέ λέγεται ὅσα ἀπό τινος διαφέροντα τῇ πτώσει τήν κατά τοὔνομα προσηγορίαν ἔχει, οἷον ἀπό τῆς γραμματικῆς ὁ γραμματικός καί ἀπό τῆς ἀνδρείας ὁ ἀνδρεῖος. → Things are said to be named 'derivatively', which derive their name from some other nam
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proskranon | |Transliteration C=proskranon | ||
|Beta Code=pro/skranon | |Beta Code=pro/skranon | ||
|Definition= | |Definition=v. [[ποτίκρανον]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 16:45, 23 August 2022
English (LSJ)
v. ποτίκρανον.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσκρᾱνον: ἴδε ποτίκρανον.
Greek Monolingual
τὸ, Α
ποτίκρανον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -κρανον (< κράνον, βλ. λ. κρανίο), πρβλ. ποτί-κρανον].
Greek Monotonic
πρόσκρᾱνον: βλ. ποτί-κρανον.
Russian (Dvoretsky)
πρόσκρᾱνον: дор. ποτίκρᾱνον τό подушка Theocr.
Middle Liddell
v. ποτί-κρανον