Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πυριφλεγέθων: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "as Subst." to "as substantive")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[fire]]-[[blazing]]: as Subst., [[Pyriphlegethon]], one of the rivers of [[hell]], Od.
|mdlsjtxt=<br />[[fire]]-[[blazing]]: as [[substantive]], [[Pyriphlegethon]], one of the rivers of [[hell]], Od.
}}
}}

Revision as of 07:35, 29 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠριφλεγέθων Medium diacritics: πυριφλεγέθων Low diacritics: πυριφλεγέθων Capitals: ΠΥΡΙΦΛΕΓΕΘΩΝ
Transliteration A: pyriphlegéthōn Transliteration B: pyriphlegethōn Transliteration C: pyriflegethon Beta Code: puriflege/qwn

English (LSJ)

ουσα, ον, A blazing like fire, ἔσοπτρον Agesianax ap.Plu.2.921b. II pr. n. Pyriphlegethon, one of the rivers of hell, Od.10.513, Pl.Phd. 114a.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρῐφλεγέθων: -ουσα, -ον, λάμπων ὡς φλὸξ πυρός, ἔσοπτρον Ἀγησιάναξ παρὰ Πλουτ. 2. 921Β. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ Πυριφλεγέθων, εἷς τῶν ποταμῶν τοῦ Ἅιδου, οὗ τὰ ῥεῖθρα ἦσαν πυριφλεγῆ κατὰ τὰ μυθολογούμενα, Ὀδ. Κ. 513, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 114Α.

French (Bailly abrégé)

οντος (ὁ) :
aux flammes ardentes.
Étymologie: πῦρ, φλέγέθω.

Greek Monolingual

και πυρφλεγέθων, -ουσα, -ον, Α
1. αυτός που φλέγεται σαν τη φωτιά, ο όμοιος με πύρινες φλόγες
2. ως κύριο όν. ὁ Πυριφλεγέθων
ένας από τους τρεις ποταμούς του Άδη για τον οποίο λεγόταν ότι είχε ρείθρα που ανέδιδαν πύρινες φλόγες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + φλεγέθων, μτχ. του φλεγέθω, ποιητ. τ. του ρ. φλέγω.

Greek Monotonic

πῠρῐφλεγέθων: -ουσα, -ον, αυτός που λάμπει, όπως η φλόγα της φωτιάς· ως ουσ., ο Πυριφλεγέθονας, ένας από τους ποταμούς του Άδη, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

πῠριφλεγέθων: 2, gen. οντος сверкающий огнем (ἔσοπτρον Plut.).

Middle Liddell


fire-blazing: as substantive, Pyriphlegethon, one of the rivers of hell, Od.